Οι προοπτικές της χώρας μας για ισχυρή ανάπτυξη έχουν βελτιωθεί σημαντικά. Το επιχειρηματικό κλίμα έχει επανέλθει σε προ κρίσης επίπεδα ενώ οι προσδοκίες των νοικοκυριών ξαναβρίσκονται στο 2000, όταν η Ελλάδα έμπαινε στο ευρώ. Μεγάλη, επίσης, είναι και η εμπιστοσύνη των αγορών στην οικονομική πολιτική που ασκείται και στις συνακόλουθες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως αντανακλάται στη σημαντική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και τη συσσώρευση πληθώρας επενδύσεων προς αδειοδότηση, ή της κατάθεσης νέων επενδυτικών προτάσεων προς αξιολόγηση. Η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων και η ταχεία επίλυση του χρονίζοντος προβλήματος των δανείων σε καθυστέρηση στις τράπεζες, όλα δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη σημαντική βελτίωση του επενδυτικού κλίματος στο άμεσο μέλλον. Η πολιτεία δίνει πλέον μεγάλη σημασία στην ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα, με έργα και όχι λόγια, και με πολιτικές διευκόλυνσης και προσέλκυσης επενδύσεων, σε ένα αναβαθμισμένο θεσμικό περιβάλλον. Δίνει έμφαση σε μειώσεις του φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων και της εργασίας, καθώς και σε μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας. Στις προτεραιότητες περιλαμβάνεται και ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης και διασύνδεσης της αγοράς εργασίας με το εκπαιδευτικό σύστημα για την ανάπτυξη δεξιοτήτων σε υψηλή ζήτηση, ή δεξιοτήτων των τεχνολογιών του μέλλοντος.
Παρά την έμφαση, όμως, που δίνεται στην ισχυρή ανάπτυξη, με πληθώρα φορολογικών και λειτουργικών ρυθμίσεων, που δημιουργούν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι σήμερα, ποσοτικά και ποιοτικά, κατώτερες των περιστάσεων. Δυστυχώς γίνονται λίγες επενδύσεις και με χαμηλή επίπτωση στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν όχι μόνο περισσότερες επενδύσεις, αλλά και επενδύσεις με ισχυρότερο αποτύπωμα στην παραγωγικότητα της οικονομίας.
Στο σημερινό δελτίο επιχειρείται μια χαρτογράφηση του θέματος «επενδύσεις», στοιχειοθετώντας τη σχετική ανεπάρκεια των επενδύσεων κατά είδος και κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, και ως εκ τούτου, την ανάγκη διαρθρωτικών παρεμβάσεων που θα αυξάνουν την κερδοφορία των επενδύσεων και λήψης εξειδικευμένων μέτρων που να αντιμετωπίζουν το έλλειμμα επενδύσεων σε συγκεκριμένους τομείς. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, γύρω στα €21 δισ., δεν επαρκούν για την αναπλήρωση του κεφαλαιακού εξοπλισμού που φθείρεται (αποσβέσεις €30 δισ. περίπου, εκ των οποίων €9 δισ. σε κατοικίες). Ακόμη και χωρίς τις κατοικίες, οι επενδύσεις οριακά αντισταθμίζουν τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα οι καθαρές επενδύσεις να είναι μηδενικές. Συνεπώς, την επενδυτική άπνοια που επικρατεί σήμερα πρέπει να διαδεχθεί γρήγορα ένα κύμα επενδύσεων για να αρχίσει να αυξάνει το καθαρό απόθεμα κεφαλαίου, και να βελτιωθεί έτσι το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, που εξαρτάται από την αύξηση του κεφαλαιακού εξοπλισμού με τον οποίο δουλεύουν οι εργαζόμενοι. Σημειώνεται ότι η αύξηση των καθαρών επενδύσεων συσχετίζεται με την εισαγωγή τεχνολογικών νεωτερισμών και βελτιώσεων, που επηρεάζουν καθοριστικά το πόσο αποτελεσματικά και πόσο εντατικά συνδυάζονται οι κλασικοί συντελεστές της παραγωγής, το κεφάλαιο και η εργασία.
Μπορεί οι καθαρές επενδύσεις στο σύνολο της οικονομίας χωρίς τις κατοικίες να είναι μηδενικές, αλλά υπάρχουν κλάδοι, κυρίως η μεταποίηση, όπου οι καθαρές επενδύσεις είναι θετικές. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις στη μεταποίηση θα φέρουν γρηγορότερα αύξηση της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων, και ως εκ τούτου θα πρέπει η ενίσχυση τους να αποτελέσει προτεραιότητα για την οικονομική πολιτική. Αντιθέτως, αρνητικές είναι οι καθαρές επενδύσεις στους σημαντικούς κλάδους των μεταφορών, του τουρισμού (και στα ξενοδοχεία και στην εστίαση), του εμπορίου, της ενημέρωσης και επικοινωνίας, και της εκπαίδευσης, ενώ οριακά θετικές είναι στην υγεία. Οι ακαθάριστες επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (hardware Η/Υ, τηλεπικοινωνίες, κεραίες, κλπ.) ήδη αυξάνουν με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι οι κατασκευές, ο μεταφορικός εξοπλισμός και τα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας (software Η/Υ, έρευνα και ανάπτυξη, δικαιώματα χρήσης τεχνολογιών, κλπ.). Αυτό αντανακλά την ταχύτερη επέκταση της μεταποίησης που επωφελείται και από την αύξηση των εξαγωγών. Διαφαίνεται, επίσης, μια τάση οι ελληνικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε έτοιμες λύσεις πληροφορικής και όχι να αναπτύσσουν κατά κανόνα λύσεις in-house, και να επενδύουν σε hardware και όχι σε software. Τέλος, οι επενδύσεις σε κατοικίες ανέρχονται σήμερα σε €1,3 δισ. ή 0,7% του ΑΕΠ, ή 6% του συνόλου των επενδύσεων, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ-28 είναι 5% του ΑΕΠ ή 25% του συνόλου των επενδύσεων (με 30% στη Γερμανία, όσο ήταν δηλαδή και στην Ελλάδα προ κρίσης)! Συνεπώς, η έμφαση που δίδει η οικονομική πολιτική και στην ανάκαμψη της οικοδομής είναι μάλλον προς τη σωστή κατεύθυνση.
Όλα αυτά αναδεικνύουν την αξία των διαρθρωτικών αλλαγών που ενισχύουν τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας και βιομηχανίας προς εξωστρεφείς δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας. Πέραν, όμως, των επιμέρους μέτρων, που βελτιώνουν το επίπεδο ανταγωνιστικής επιχειρηματικής λειτουργίας στην Ελλάδα, απαιτούνται και πολιτικές για την μεγέθυνση των ελληνικών επιχειρήσεων. Επιχειρήσεις που λειτουργούν με χαμηλή παραγωγικότητα, διαθέτοντας χαμηλό τεχνολογικό αποτύπωμα, κ.ο.κ. καταφεύγουν, συνήθως, στη φοροδιαφυγή και σε πρακτικές αδήλωτης, και πολλές φορές υποαμοιβόμενης εργασίας, για να επιβιώσουν. Αυτό, όμως, προκαλεί αθέμιτο ανταγωνισμό στις νόμιμες επιχειρήσεις, που εμποδίζονται να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς τους, παραμένοντας μικρές. Περιορίζεται, έτσι, και η επενδυτική τους δραστηριότητα, σε έναν φαύλο κύκλο που καθηλώνει την οικονομία σε χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας και εξαγωγών. Απαιτούνται, συνεπώς, πολιτικές και για την αύξηση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων (πάταξη φοροδιαφυγής, εξαγορές και συγχωνεύσεις, πτωχευτικό δίκαιο, κ.ο.κ.). Επίσης, κορυφαία προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής πρέπει να παραμείνει η προσέλκυση ξένων επενδύσεων στη χώρα, όχι μόνο για εξαγορές υφιστάμενων επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερχρέωσης ή τεχνολογική υστέρηση, ή που δραστηριοποιούνται μόνο στον τουρισμό ή στον χρηματοοικονομικό τομέα, αλλά και για την εγκατάσταση νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων, εκ μέρους μεγάλων διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια οικονομία. Οι τελευταίες μπορούν να συμβάλουν στην υγιή ανάπτυξη των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς έτσι εντάσσονται σε διεθνείς αλυσίδες αξίας μέσω των διασυνδέσεων των μεγάλων αυτών παικτών στις διεθνείς αγορές, και αρχίζουν να βελτιώνουν τη λειτουργία τους.
Σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις, ανάκαμψη σημείωσε ο κύκλος εργασιών στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών τον Ιούλιο του 2019 (+3,5%), έπειτα από οριακή κάμψη τον προηγούμενο μήνα (-0,6%), ενώ κατά το διάστημα Ιαν–Ιουλ 2019 καταγράφεται άνοδος +4,3% (επιπλέον αύξησης +4,6%). Οι πωλήσεις στην εγχώρια αγορά, όσο και οι εξαγωγές, αν και εξακολουθούν να κινούνται σε θετικό έδαφος, παρουσιάζουν μικρή επιβράδυνση από τις αρχές του 2019, ακολουθώντας τη σχετική κάμψη των προσδοκιών στη βιομηχανία, ωστόσο οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τον ρυθμό αύξησης της παραγωγής και των νέων παραγγελιών βελτιώνονται, δημιουργώντας προσδοκίες για ανάκτηση της δυναμικής της μεταποιητικής παραγωγής και των πωλήσεων το επόμενο διάστημα. Παράλληλα, ο τουρισμός συνεχίζει να επιδεικνύει αξιοσημείωτες επιδόσεις το 2019, με τις εισπράξεις να εμφανίζουν άνοδο +13,6% κατά το διάστημα Ιαν – Ιουλ 2019, αντισταθμίζοντας την αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο (+€1,05 δισ. κατά το διάστημα Ιαν – Ιουλ 2019). Ταυτόχρονα, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σε 16,9% το 2ο τρίμηνο του 2019, ενώ υπολογίζεται ότι σε κάθε κενή θέση εργασίας αντιστοιχούν 56 περίπου άνεργοι.