Στα 10 εκατ. ευρώ ο τζίρος του ομίλου Σταύρου

Από τους πρωτεργάτες του κλάδου της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας, ο Αντώνης Σταύρου, εκ των βασικών μετόχων της Σελόντα στα πρώτα βήματά της, αν και συνεχίζει να δραστηριοποιείται σε αυτό το κομμάτι της αγοράς, εδώ και αρκετά χρόνια έχει ρίξει το βάρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του στη μαζική εστίαση.

Το πιο γνωστό brand, τα εστιατόρια Καστελόριζο. Ωστόσο ο όμιλος του Αντώνη Σταύρου, με ιστορία μεγαλύτερη των 35 ετών, δραστηριοποιείται στη μαζική εστίαση και με τους "Ορίζοντες Λυκαβηττού", το "Όμικρον", το "Ρακί Μεζέ", το "Κ.Grill" στις Τζιτζιφιές και τη Βούλα, το "Μezze Glyfada" και το "Ramino" στη Γλυφάδα.

Συνολικά ο όμιλος διαθέτει 9 καταστήματα υπό 5 διαφορετικά concepts, ενώ ετοιμάζεται για νέες επενδύσεις ύψους 800 χιλ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό μόλις ολοκλήρωσε το rebranding του εστιατορίου "Όμικρον" στη Ν. Ερυθραία, το οποίο μετονομάζεται σε "Όμικρον Μeze", λανσάροντας ένα νέο concept. Παράλληλα εισέρχεται και στην αγορά των γλυκών με τη λειτουργία μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, γλυκοπωλείου-καφέ, που θα βρίσκεται στην περιοχή του Ψυρρή.

Ο συνολικός τζίρος του ομίλου του εκτιμάται στα 10 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας συνεχή ανοδική πορεία. Ο κ. Σταύρου αποδίδει την πορεία αυτή, στην προσαρμοστικότητα που έχει επιδείξει κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αλλάζοντας τα concept των καταστημάτων και δημιουργώντας νέα που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς.

Εκτός από τα εστιατόρια ο κ. Σταύρου δραστηριοποιείται και στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών, διαθέτοντας στο νησάκι Πάτροκλος στο Σούνιο μονάδα. Όπως είπε σε πρόσφατη συνάντηση με δημοσιογράφους, εφέτος δεν πούλησε ψάρια, προτιμώντας να τα κρατήσει και να πουληθούν σε μεγαλύτερο μέγεθος, γιατί οι τιμές πώλησης διαμορφώθηκαν κάτω του κόστους.

Αυτό συνέβη, σύμφωνα με τον ίδιο, εξαιτίας της άλωσης της ευρωπαϊκής αγοράς από τους Τούρκους, οι οποίοι με τη "βοήθεια" της υποτιμημένης λίρας, έχουν διαμορφώσει πολύ χαμηλά τιμολόγια. Όπως είπε, η σημερινή κατάσταση στην εγχώρια ιχθυοκαλλιέργεια είναι απαράδεκτη και έχει οδηγήσει στην απώλεια των διεθνών αγορών, υπέρ των Τούρκων.

Της Αλεξάνδρας Γκίτση
capital.gr