Σε κορυφαία επενδυτική προτεραιότητα για τα επόμενα δύο έτη έχουν αναγορεύσει τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους οι επιχειρήσεις της Ευρώπης, στην πλειονότητά τους. Ωστόσο, μπορεί μεν η δυναμική ενός digital μοντέλου ανάπτυξης, όπως και η ανάγκη για ψηφιακό μετασχηματισμό, να έχει όντως εμπεδωθεί ως εταιρική στόχευσή τους, όμως στην πράξη η μετουσίωσή τους καθυστερεί. Για παράδειγμα, σήμερα, μόνο η μία στις πέντε επιχειρήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο (18%) εφαρμόζει μια ολοκληρωμένη ψηφιακή στρατηγική, ενώ στην πλειονότητά τους (82%) είτε δεν έχουν συνολική στρατηγική για μια ψηφιακή παρουσία τους είτε «αν και έχουν, δεν την έχουν εφαρμόσει ακόμη».
Δείγμα 200 στελεχών
Την εικόνα της ψηφιακής αυτής «ανωριμότητας» για τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη αποτύπωσε η έρευνα της Accenture –που ήταν και ο χρηματοδότης της– σε συνεργασία με την Pierre Audoin Consultants (PAC) και διεξήχθη το καλοκαίρι 2015 σε δείγμα 200 στελεχών σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Βρετανία και Σκανδιναβία. Η έρευνα προειδοποιεί ότι «ο επιχειρηματικός τομέας στην Ευρώπη θα θέσει σε κίνδυνο τις μελλοντικές αναπτυξιακές προοπτικές του, στην περίπτωση που η ψηφιακή στρατηγική των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων δεν λάβει μιαν ολοκληρωμένη πρακτική μορφή». Οι δύο πιο συχνές αιτίες που ανέφεραν τα στελέχη για την καθυστέρηση αυτή είναι αφενός η έλλειψη πόρων, αφετέρου η ανάγκη για μια στενότερη συνεργασία μεταξύ των μελών στην κορυφαία διοικητική ομάδα.
Ωστόσο, από επίκαιρη έρευνα της IDC (International Data Processing) σε συνεργασία με τη SAP (Systems Applications & Products) που ανακοινώνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Πληροφοριών & Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ), προκύπτει ότι το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για την τοποθέτηση του Cloud Computing «βαίνει διογκούμενο». Συγκεκριμένα, σήμερα οι οκτώ στις 10 εταιρείες εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για την υιοθέτησή του και περίπου τέσσερις στις 10 έχουν ήδη εφαρμόσει σχετική στρατηγική. Το 19% των εταιρειών σκοπεύει να εφαρμόσει στρατηγική Cloud μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες. Ενα ποσοστό 14% δηλώνει ότι το αξιοποιεί για μια συγκεκριμένη υπηρεσία και ότι δεν έχει σχέδια για μιαν ολοκληρωμένη εφαρμογή του. Και ένα ποσοστό εταιρειών -21%- δηλώνει οι δεν σκοπεύει να μεταβεί σε περιβάλλον Cloud.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν πλήρη επίγνωση για το επίπεδο χρήσης του cloud που έχουν επιτύχει. Και ένας βασικός λόγος είναι «η σημαντική έλλειψη των απαραίτητων δεξιοτήτων πληροφορικής, όπως και η στρατηγική προσέγγιση της επιχειρηματικής διαδικασίας που απαιτείται για να φτάσουν στα επόμενα επίπεδα». Η μελέτη από την έρευνα καταλήγει στη διαπίστωση ότι «το πιο σημαντικό στοιχείο μιας ώριμης στρατηγικής ως προς το Cloud είναι η συνεργασία μεταξύ του τμήματος Ι.Τ. και των υπόλοιπων τμημάτων της επιχείρησης θέτοντας πάντα ως προτεραιότητα τις ανάγκες των πελατών. Οι επιχειρήσεις που κάνουν ισορροπημένη χρήση του Cloud διαθέτουν την απαραίτητη ευελιξία που τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται ταχύτερα στις ανάγκες των πελατών τους, ενώ ταυτόχρονα έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τα έσοδά τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι καταλυτικό ρόλο στην όλη διαδικασία έχει το Ι.Τ.».
Αντιμετώπιση κινδύνων
Ωστόσο, οσο διευρύνεται η χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών τόσο περισσότερο απασχολεί τις εταιρείες η αντιμετώπιση των κινδύνων από τυχόν επιθέσεις στον κυβερνοχώρο που απειλούν με παραβίαση τα οικονομικά και τα επιχειρηματικά δεδομένα τους. Ιδιαιτέρως την ανησυχία τους εκφράζουν τα ανώτερα στελέχη που είναι υπεύθυνα για τις τεχνολογίες της πληροφορίας, οι Chief Information Officers (CΙΟs), ότι οι εταιρείες ανεξαρτήτως μεγέθους «χάνουν έδαφος» απέναντι στους επιτιθεμένους του κυβερνοχώρου και ότι δεν διαθέτουν τα δεδομένα εκείνα που τους εξασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που παίρνουν είναι οι σωστές.
Αλλωστε, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ινστιτούτο της McKinsey, για τον ρόλο των τεχνολογιών στην επιχειρηματική στρατηγική των εταιρειών έχει υπολογισθεί ότι τα επόμενα χρόνια η δημιουργία πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε οικονομική αξία παγκοσμίως εξαρτάται από το πόσο «ρωμαλέο» είναι το περιβάλλον για την προστασία του κυβερνοχώρου. Ωστόσο εμφανίζεται μειωμένη η ευαισθητοποίηση εκ μέρους των διοικήσεών τους, λόγω έλλειψης ειδικών πόρων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η έλλειψη εξειδικευμένων στελεχών. Επειδή όμως η απάτη και το έγκλημα στον κυβερνοχώρο αποτελού σήμερα διεθνή απειλή, «το ερώτημα δεν είναι πλέον το αν, αλλά πότε μια εταιρεία θα αποτελέσει στόχο επίθεσης».
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυξάνουν σταδιακά τα κονδύλια του προϋπολογισμού τους για τον εκσυγχρονισμό της ασφάλειας και διοχετεύουν περισσότερους πόρους για καινοτόμες λύσεις που θα τις προστατεύσουν στο μέλλον. Η συνειδητοποίηση της έκτασης και του βάθους της απειλής έχει ως αποτέλεσμα την ασφάλεια των πληροφοριών να την αναλαμβάνουν πλέον στελέχη που βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα της ιεραρχίας.
Ασυμφωνία
Ενώ υπάρχει ευρεία ομοφωνία μεταξύ των στελεχών για ομόφωνες προσπάθειες –αλλά και από τους πολιτικούς, τις εταιρείες και τις ενώσεις των βιομηχανιών ότι είναι αναγκαία η μείωση των απειλών αυτών– ωστόσο σημειώνεται σημαντική ασυμφωνία γύρω από τη μορφή που θα δοθεί στη συμφωνία αυτή. Και αυτό που ανησυχεί ιδιαιτέρως τα στελέχη είναι μήπως οι νέοι κανονισμοί βασισθούν σε ξεπερασμένες τεχνικές.
Παράλληλα όμως, αμφισβητούν και το αν οι νομοθέτες διαθέτουν τις σχετικές δεξιότητες. Η έρευνα, επικαλούμενη ως πιθανή την προοπτική η άμυνα για την αντιμετώπισή τους να μην έχει βελτιωθεί, προειδοποιεί ότι το απροσδόκητα ισχυρό πλήγμα που θα δεχθεί η ψηφιακή πραγματικότητα θα έχει τεράστιες αρνητικές οικονομικές συνέπειες και το χαρακτηρίζει «παγκόσμια οικονομική τιμωρία».