Πότε το χρέος ενισχύει την οικονομία

Προ ημερών, ο Ραντ Πολ, ο οποίος διεκδικεί το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές του 2016, κατήγγειλε την ανευθυνότητα της δημοσιονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας ότι «η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ δεν είχαν χρέος ήταν το 1835».

Πολλοί έσπευσαν να τονίσουν πως η αμερικανική οικονομία τα έχει πάει πολύ καλά αυτά τα τελευταία 180 χρόνια και επισήμαναν πως δεν είναι και τόσο κακό να οφείλει η κυβέρνηση χρήματα στον ιδιωτικό τομέα.

Παρεμπιπτόντως, η βρετανική κυβέρνηση έχει χρέος εδώ και περισσότερο από τρεις αιώνες. Το συμπέρασμα που προκύπτει, όμως, είναι ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι τόσο κακό όσο λέγεται ή μήπως ότι είναι κάτι καλό; Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως χρειάζεται αρκετό δημόσιο χρέος για να λειτουργήσει καλά η οικονομία. Εν ολίγοις, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ο λόγος που νοσεί η παγκόσμια οικονομία, είναι πως οι κυβερνήσεις δεν είναι επαρκώς χρεωμένες.

Τα τελευταία πέντε με έξι χρόνια βρισκόμαστε σε κατάσταση δημοσιονομικού πανικού, με τους «σοβαρούς» να επιμένουν πως πρέπει να περικόψουν τα ελλείμματα και το χρέος τώρα, διαφορετικά θα γίνουμε Ελλάδα! Το ζήτημα του ελλείμματος, όμως, δεν είναι παρά ο θρίαμβος της ιδεολογίας επί των αντικειμενικών στοιχείων και το αναγνωρίζουν όλο και περισσότεροι αξιόλογοι άνθρωποι. Πρώτον, επειδή η έκδοση χρέους είναι ένας τρόπος να πληρώσει κανείς χρήσιμα πράγματα, εάν η τιμή είναι δίκαιη. Στις ΗΠΑ είναι εμφανής η ανεπάρκεια οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, συστημάτων ύδρευσης και πολλών άλλων, και η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Επομένως είναι η κατάλληλη εποχή για να δανειστούμε και να επενδύσουμε στο μέλλον και πολύ ακατάλληλη εποχή για να μειώσουμε τις δημόσιες δαπάνες.

Πέραν αυτών, τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια μας δείχνουν τι θέλουν οι αγορές. Εχω ήδη αναφέρει ότι το χρέος βοηθά τη λειτουργία της οικονομίας. Οπως επισημαίνει ο Ρικάρντ Καμπαγιέρο του ΜΙΤ, αλλά και άλλοι οικονομολόγοι, το χρέος σταθερών και αξιόπιστων κυβερνήσεων προσφέρει «ασφαλείς τοποθετήσεις» που βοηθούν τους επενδυτές να διαχειριστούν το ρίσκο και να διευκολύνουν τις συναλλαγές. Τώρα θεωρητικά ο ιδιωτικός τομέας μπορεί επίσης να δημιουργεί ασφαλείς τοποθετήσεις όπως είναι οι καταθέσεις στις τράπεζες, που θεωρούνται συνετή τακτική. Τα χρόνια πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Wall Street υποστήριζε ότι είχε επινοήσει ολόκληρες κατηγορίες ασφαλών τοποθετήσεων με τις τιτλοποιήσεις στεγαστικών δανείων και με διάφορες άλλες τέτοιες επενδύσεις. Οταν, όμως, έσκασε η «φούσκα» της αγοράς στέγης, όλοι αυτοί οι τίτλοι με την αξιολόγηση των τριών Α αποδείχθηκαν σκουπίδια. Και οι επενδυτές επέστρεψαν στα καταφύγια που προσφέρουν τα χρέη των ΗΠΑ και λίγων άλλων οικονομιών. Οδηγήθηκαν, έτσι, σε πτώση οι αποδόσεις των ομολόγων αυτών των χωρών και τα επιτόκιά τους.

Σύμφωνα με τον απερχόμενο πρόεδρο της Fed στη Μινεάπολη, Ναραγιάνα Κοχερλάκοτα, τα χαμηλά επιτόκια είναι πρόβλημα, γιατί ακόμη και όταν είναι ισχυρή η οικονομία, δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια μείωσής τους σε περίπτωση αποδυνάμωσης της οικονομίας και έτσι είναι δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί μια ύφεση. Μπορεί να υπάρξουν, άλλωστε, επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα: οι πολύ χαμηλές αποδόσεις ασφαλών τοποθετήσεων ενδέχεται να εξωθήσουν τους επενδυτές στην ανάληψη υπερβολικού ρίσκου. Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Αν απλώς αυξήσουμε τα επιτόκια, όπως ζητούν κάποιοι τύποι του χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα υπονομεύσουμε την εύθραυστη ανάκαμψη. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι πολιτικές που θα δώσουν τη δυνατότητα να έχουμε υψηλότερα επιτόκια τις καλές εποχές χωρίς να προκαλούμε επιβράδυνση. Μια τέτοια πολιτική θα ήταν να θέσουμε στόχο ένα υψηλότερο επίπεδο χρέους.

Με άλλα λόγια, ο πανικός για το χρέος που κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ από το 2010 έως το 2012, και εξακολουθεί να δεσπόζει στον δημόσιο διάλογο για την οικονομία σε Βρετανία και Ευρωζώνη, ήταν πιο άστοχος κι από όσο θεωρούσαμε όλοι εμείς στο εναντίον της λιτότητας στρατόπεδο. Με τη στάση τους οι κυβερνήσεις ήταν σαν να χτυπάνε την οικονομία όταν ήταν πεσμένη κάτω, παρατείνοντας, έτσι, την ύφεση. Οχι μόνο μείωναν τις δημόσιες δαπάνες ακριβώς τη στιγμή που οι επενδυτές τους παρακαλούσαν να δαπανήσουν περισσότερα, αλλά ίσως προλείαιναν το έδαφος για τις επόμενες κρίσεις. Και η ειρωνεία της τύχης είναι πως οι ανόητες αυτές πολιτικές και όλος ο ανθρώπινος πόνος που προκάλεσαν παρουσιάστηκαν ως σύνεση και δημοσιονομική υπευθυνότητα.



kathimerini.gr