ΓΝΩΜΕΣ: Εντός ή Εκτός;

γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος
Η ελληνική οικονομία και κοινωνία καταρρέουν. Σχεδόν ως χάρτινος πύργος, θα λέγαμε, γιατί από την μεταπολίτευση και μετά δεν έγινε στην χώρα καμία ουσιαστική διαρθρωτική μεταβολή, παρά την με πολιτικά κριτήρια είσοδό της στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).

Η πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή να καταστήσει την Ελλάδα μέλος της ΕΟΚ ώστε η χώρα να επωφεληθεί από την ευρωπαϊκή εμπειρία και βοήθεια και να εκσυγχρονιστεί, υπονομεύθηκε εν τη γενέσει της από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ και κατέληξε …στο σταθεροποιητικό δάνειο του 1985. Ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε την κοινοτική μας ένταξη ως όπλο αναρριχήσεως στην εξουσία και στην συνέχεια διασπάθισε 110 δισ. ευρώ και άλλα τόσα δανεικά για να δημιουργήσει τις αρπακτικές συντεχνίες και τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες του σημερινού βαθέος ΠΑΣΟΚ.

Στην συνέχεια, η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη υπονομεύθηκε εκ των ένδον και, λόγω της ασθενούς κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, έπεσε εύκολα και άδοξα. Ο διάδοχος του Αν. Παπανδρέου, κ. Κώστας Σημίτης, σε μία προσπάθεια να εκσυγχρονίσει το κόμμα του και την Ελλάδα, πίστεψε ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί με την είσοδό μας στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) λόγω των τεράστιων επενδυτικών ευκαιριών που αυτή προσέφερε. Για μία ακόμη φορά το βαθύ ΠΑΣΟΚ διέλυσε κάθε προσπάθεια προς την σωστή κατεύθυνση, με αποκορύφωμα την «σταύρωση» του τότε υπουργού Εργασίας κ. Τάσου Γιαννίτση ο οποίος πίστεψε ότι στην Ελλάδα μπορούσαν να γίνουν μεταρρυθμίσεις.

Όταν μετά από πολλά χρόνια επανήλθε στην εξουσία η Νέα Δημοκρατία υπό τον κ. Κώστα Καραμανλή, δεν επεδείχθη το απαιτούμενο πολιτικό θάρρος. Επεκράτησε το δόγμα της ήπιας προσαρμογής και δεν έγιναν ριζικές τομές και μεταρρυθμίσεις. Έτσι συνεχίσθηκε ο υπερδανεισμός της χώρας και αυξήθηκε ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων. Ακόμα χειρότερα, παραγωγικοί υπουργοί των κυβερνήσεων της ΝΔ επαίροντο για την επίδειξη αντιεπιχειρηματικού πνεύματος, για να καταλήξει η Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 2008, να είναι έρμαιο στις ορέξεις των εκ βορείων προαστίων και Εξαρχείων ορμώμενων κουκουλοφόρων.

Την υπό πλήρη διάλυση τελούσα χώρα ανέλαβε το 2009 ο κ. Γιώργος Α. Παπανδρέου, ο οποίος για μιαν ακόμη φορά εστηρίχθη στο βαθύ ΠΑΣΟΚ και στον νεοδημοκρατικό συντεχνιακό συρφετό που, γνωρίζοντας ότι λεφτά δεν υπάρχουν, κατεψήφισε τον Κώστα Καραμανλή με την ελπίδα ότι θα αρπάξει τα αποφάγια του πάρτυ από τον πρόεδρο του Κινήματος. Δυστυχώς, όμως, όχι μόνον λεφτά δεν υπάρχουν αλλά, λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσεως που είχε ξεσπάσει διεθνώς, δεν υπήρχαν και δανεικά.

Η υπερχρεωμένη και αντιπαραγωγική Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να δανείζεται, ακόμα και με απαγορευτικά για εκείνη την εποχή επιτόκια. Όμως, ακόμη χειρότερα, η ελληνική κρίση δημοσίου χρέους σε συνδυασμό με την γενικότερη υπερχρέωση της ευρωζώνης, άνοιγε για τις αγορές την πόρτα και σε μία ευρωπαϊκή κρίση χρέους, η οποία σήμερα επεκτείνεται σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Δυστυχώς δε, το δίδυμο Γ. Α. Παπανδρέου και Γ. Παπακωνσταντίνου διαχειρίστηκε το πρόβλημα με αμιγώς εθνο-κομματικά κριτήρια, πράγμα που το έκανε εκρηκτικό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το εν λόγω δίδυμο είχε αγγλοσάξονες οικονομικούς συμβούλους, οι οποίοι δεν είχαν ιδιαίτερη συμπάθεια προς την ευρωζώνη, ούτε γνώριζαν σε βάθος τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες της. Εξάλλου, ήταν γνωστές οι αγγλοσαξονικές θέσεις απέναντι στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, το οποίο φιλοδοξούσε να ανταγωνιστεί το αμερικανικό δολάριο. Με δεδομένες λοιπόν τις σοβαρές ατέλειες του οικοδομήματος που στέγαζε την ευρωζώνη, η αμερικανική στην αφετηρία της χρηματοοικονομική κρίση κατέληξε να γίνει ευρωπαϊκή.

Τώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) καλείται να λάβει πολύ σοβαρές για το μέλλον της αποφάσεις και κυρίως της ζητείται να δώσει πολιτική υπόσταση στο ενιαίο νόμισμά της. Αυτό σημαίνει ότι, εκ των πραγμάτων πλέον, το ευρωπαϊκό μόρφωμα οδηγείται σε μία άτυπη διάσπαση –που είναι ήδη γεγονός, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι υπάρχουν χώρες εντός και εκτός ευρωζώνης, οι οποίες έχουν διαφορετικές φιλοσοφίες ως προς την λειτουργία της ΕΕ. Οι Βρετανοί και οι Σκανδιναβοί θέλουν μία διακυβερνητική Ευρώπη που θα είναι και ζώνη ελευθέρων συναλλαγών, ενώ στην Ευρώπη του κέντρου η αντίληψη της ομοσπονδίας είναι πλέον πραγματικότητα.

Στο επίπεδο αυτό, η Ελλάδα –η οποία επί τριάντα έτη δεν έκανε καμία προσπάθεια προσαρμογής στο ευρωπαϊκό μόρφωμα– καλείται να επιλέξει. Είτε θα ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο, είτε θα περιοριστεί να είναι μία βαλκανικού τύπου χώρα της Ευρώπης στην οποία τα καλοκαίρια θα κάνουν διακοπές τουρίστες χαμηλού εισοδήματος. Αν η χώρα επιλέξει τον πρώτο δρόμο, καλό θα ήταν να εφαρμόσει εδώ και τώρα αυτά που έχει συμφωνήσει και υπογράψει με τους δανειστές της, τιμώντας έτσι και την υπογραφή της. Στην αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να ξεκινήσει την διαδικασία αποχωρήσεώς της από την ευρωζώνη σε πρώτη φάση και πιθανότατα από την ΕΕ σε δεύτερη.

Οι αποφάσεις αυτές θα πρέπει, κατά την ταπεινή μας γνώμη, να ληφθούν δια δημοψηφίσματος. Στις κρίσιμες επιλογές, οι λαοί θα πρέπει να αποφασίζουν τί θέλουν –έχοντας υπ’ όψιν τους ότι το πάρτυ των δανεικών τελείωσε και η «εθνική υπερηφάνεια» θέλει σκληρή δουλειά.