ΤτΕ: Πώς θα επηρεάσει την κερδοφορία των τραπεζών η μείωση των κόκκινων δανείων

Σημαντική αρνητική επίδραση στα κέρδη προ προβλέψεων και φόρων (Pre Provision income) των τραπεζών έχουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, γεγονός που περιορίζει τη δυνατότητα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου και απορρόφησης ζημιών από τις τράπεζες. Μια ποσοστιαία μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων από 1% - 10% και ισόποση χορήγηση δανείων θα βελτίωνε την κερδοφορία των τραπεζών έως και 11,2%, εκτιμά η ΤτΕ στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε χθες.

Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών κατά την τελευταία πενταετία, όπως εκφράζεται με το δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – RoE) διαμορφώθηκε στο α΄ εξάμηνο 2019 σε 2,89%, σημαντικά χαμηλότερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου (7%). Σημειώνεται ότι ο δείκτης RoE για τις ελληνικές τράπεζες κινείται σε αρνητικό έδαφος (ή περί του μηδενός) για τις περισσότερες τριμηνιαίες παρατηρήσεις από το 2015 μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις μελέτης της ΤτΕ (Η σημασία της αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, Δημήτριος Η. Χαλαμανδάρης, Ηλίας Βελούδος) που δημοσιεύεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, μία μείωση του υπολοίπου των ΜΕΔ από 1% έως 10%, θα βελτίωνε τα καθαρά κέρδη προ προβλέψεων και φόρων (Pre Provision Income) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών αθροιστικά από 1,1% έως 11,2%. Παρατηρείται δηλαδή μία σχεδόν ισόποση επίδραση στην κερδοφορία από την ποσοστιαία μείωση των ΜΕΔ.

Αντίστοιχα, ο δείκτης RoAA (αποδοτικότητα μέσου ενεργητικού) θα βελτιωνόταν από 1,8 έως 17,5 μονάδες βάσης σε επίπεδο τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Συμπληρωματικά διαπιστώνεται ότι για τις τέσσερις τράπεζες χωριστά, η βελτίωση της κερδοφορίας (σε όρους καθαρών κερδών προ προβλέψεων και φόρων και RoAA) κυμαίνεται μεταξύ 0,9% και 14,1% και από 1,2 έως 20,9 μονάδες βάσης αντίστοιχα.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, η πώληση του 1% έως 10%, των ΜΕΔ απελευθερώνει κεφάλαια μέσω της ελάφρυνσης των στοιχείων του σταθμισμένου ενεργητικού (RWΑs) αξίας από 0,51 δισ. ευρώ έως 5,2 δισ. ευρώ. Οι εν λόγω εκτιμήσεις γίνονται με στοιχεία εξαμήνου 2019 για το σύνολο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών με τη διενέργεια προσομοιώσεων οι οποίες προϋποθέτουν ότι ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) για αυτές παραμένει αμετάβλητος.

Επιπλέον, η παραδοχή ότι μια ποσοστιαία μείωση των ΜΕΔ ακολουθείται από μια ισόποση αύξηση των χορηγούμενων δανείων, μεταφράζεται σε αύξηση των χορηγούμενων δανείων από 0,78 δισ. ευρώ έως 7,8 δισ. ευρώ, ήτοι μια αύξηση από 0,4% έως 4% αντίστοιχα.

Γιατί τα κόκκινα δάνεια συνιστούν τροχοπέδη για τράπεζες και Οικονομία
Όπως διαπιστώνει η ΤτΕ στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η συσσώρευση ενός υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς των τραπεζών έχει αρνητικές συνέπειες τόσο για την αξιοπιστία και βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος όσο και για την ίδια τη λειτουργία του. Επιπρόσθετα, συνιστά συστημικό κίνδυνο και τροχοπέδη για την επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης.

Οι επιδράσεις εμφανίζονται σε διάφορους τομείς λειτουργίας τους, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα επηρεάζονται από:

(α) τις αυξημένες προβλέψεις έναντι του πιστωτικού κινδύνου που αναγκάζονται να εγγράψουν στους ισολογισμούς τους,

(β) την αύξηση των διοικητικών εξόδων για τη διαχείριση του αποθέματος ΜΕΔ,

(γ) την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης που ο αυξημένος πιστωτικός κίνδυνος επιφέρει,

(δ) την αύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων και

(ε) τη μείωση των εσόδων από τόκους δανείων.

Συνεπώς, επηρεάζεται αρνητικά η κερδοφορία τους, η οποία λογίζεται ως βασικός δείκτης της υγιούς λειτουργίας μιας τράπεζας, καθώς εξασφαλίζει τη δυνατότητα απορρόφησης ενδεχόμενων μελλοντικών ζημιών.

Πέραν της κερδοφορίας, η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος ΜΕΔ όπως στην περίπτωση της χώρας μας παρεμποδίζει την ομαλή ροή πιστώσεων προς το σύνολο της Οικονομίας, γεγονός που καθιστά επιτακτική την επίσπευση της αποκλιμάκωσής του. Η μείωση των ΜΕΔ θα συμβάλει στη μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να υπάρξει σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς η οικονομία ανακάμπτει με αποτέλεσμα την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των ακινήτων. Με τον τρόπο αυτό, τα πιστωτικά ιδρύματα θα μπορέσουν να επιτελέσουν την πρωταρχική τους λειτουργία – τη χρηματοδότηση των παραγωγικών οικονομικών μονάδων, συμβάλλοντας σημαντικά στη συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας και την ανάπτυξη.

capital.gr

Όλες οι σημαντικές εξελίξεις στο e-mail σου από το ERGON blog!