Η Σάμος άντεξε και δεν ήταν τυχαίο (του Γρηγόρη Πενέλη)

Τα τελευταία δέκα χρόνια γίνονται στην ευρύτερη περιοχή μας σεισμοί μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους από τους οποίους παρατηρούμε σε γειτονικές χώρες σημαντικότατες βλάβες έως και καταρρεύσεις ενώ στη Ελλάδα η απόκριση των κτιρίων, ειδικά των προσφάτως κατασκευασθέντων ή των αντισεισμικά ενισχυμένων είναι ιδιαίτερα καλή με πολύ μικρότερες ζημίες.



Γράφει ο Γρηγόρης Πενέλης*

Μήπως έχει έρθει η ώρα να πούμε ένα μπράβο στους Έλληνες μηχανικούς, οι οποίοι με την εφαρμογή των σύγχρονων αντισεισμικών κανονισμών και την επίβλεψη και επιρροή τους σε όλη κατασκευαστική αλυσίδα οδήγησαν σε αυτό το πολύ θετικό αποτέλεσμα το οποίο σώζει ζωές και εξοικονομεί εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ;

Από τον σεισμό της Σάμου καταγράφηκαν επιταχύνσεις στο όριο που προβλέπει ο Αντισεισμικός Κανονισμός για τα χαμηλά κτίρια (1-3 όροφοι) και υπέρβαση έως και 40% για τα πολυώροφα κτίρια. Τις καταγραφές αυτές τις δημοσίευσε το ΙΤΣΑΚ (www.itsak.gr) μέσα σε μία μέρα, ενώ μέχρι και σήμερα δεν υπάρχουν αντίστοιχες δημοσιεύσεις από την Σμύρνη. Εντούτοις από την καταγραφή της Σάμου, την διεύθυνση του ρήγματος και σχετικές δημοσιεύσεις του ΑΠΘ (Παπαζάχος et al) μπορούμε να εικάσουμε ότι η Σμύρνη υπέστη μεγαλύτερες επιταχύνσεις που συνεπάγονται μεγαλύτερες ζημιές.


Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να υποστηρίξει ότι η διαφορά της απόκρισης των κτιρίων στη Σάμο, έναντι της Σμύρνης, οφείλεται στο συχνοτικό περιεχόμενο και στην κατευθυντικότητα της διέγερσης και όχι στην ποιότητα των κατασκευών, και πράγματι από ένα μόνο γεγονός δεν μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Πλην όμως έχουμε τους σεισμούς της Λευκάδας, της Κεφαλονιάς, της Κόνιτσας κ.α. άμεσα συγκρίσιμούς με τους σεισμούς της Ιταλίας (2016, 2018), από τους οποίους το συμπέρασμα είναι πάντα το ίδιο: Τα σύγχρονα κτίρια στην Ελλάδα (κατασκευασμένα μετά το 1997) είναι και σωστά μελετημένα και σωστά κατασκευασμένα και αποκρίνονται πολύ καλύτερα από αντίστοιχα στις γειτονικές χώρες σε σειρά σεισμών ιδίων χαρακτηριστικών τα τελευταία 15 χρόνια.

Το ίδιο ισχύει και για τα διατηρητέα κτίρια από τοιχοποιία τα οποία έχουν ενισχυθεί αντισεισμικώς ενώ από τους σεισμούς της Ιταλίας το 2016 και 2018 πολλά από τα ενισχυμένα διατηρητέα κατέρρευσαν. Στη χώρα μας χρειαζόμαστε θετικά παραδείγματα, και όταν υπάρχουν τόσο εμφανώς, πρέπει να τα αναδεικνύουμε. Η Σάμος άντεξε στον σεισμό και δεν ήταν τυχαίο, αλλά αποτέλεσμα της συστηματικής δουλειάς που έγινε από το 1985 και μετά σε όλους του τομείς που επηρεάζουν την αντισεισμική πολιτική, δηλαδή από το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ, το ΤΕΕ με τα χιλιάδες σεμινάρια, τον ΟΑΣΠ. το ΙΤΣΑΚ και τα Πολυτεχνεία.

Υποχρέωση όλων μας, είναι να διαφυλάξουμε αυτό το κεκτημένο και να το επεκτείνουμε, δια της συνέχισης της ποιοτικής κατασκευής νέων κτιρίων αλλά και με την ενίσχυση και αποκατάσταση παλαιότερων κτιρίων τα οποία χρήζουν επέμβασης έτσι ώστε στο μέλλον να μην υπάρχουν δυστυχήματα όπως με του δύο μαθητές στην Σάμο.

Αυτή την στιγμή πρόβλημα εντοπίζεται στα εγκαταλελειμμένα κτίρια που υπάρχουν σε πάρα πολλές πόλεις, τα οποία το θεσμικό καθεστώς δεν επιτρέπει την εύκολη διαχείριση τους από το Κράτος, μιας και η μόνη διαδικασία είναι η κήρυξη τους από την πολεοδομία ως «επικινδύνως ετοιμόρροπα» και η υποστύλωση-διασφάλιση τους από τον Δήμο με δαπάνες σε βάρος και για λογαριασμό των ιδιοκτητών τους (ή η καθαίρεση τους στην περίπτωση που δεν είναι διατηρητέα). Η διαδικασία αυτή είναι και χρονοβόρα και πρακτικά ανεφάρμοστη για μικρούς Δήμους, συνεπώς θα ήταν σκόπιμο να υπάρξει ένα κεντρικό πρόγραμμα, σε επίπεδο περιφερειών που να χρηματοδοτηθεί από τα προγράμματα της ΕΕ ή από το ταμείο ανάκαμψης. Το ΤΕΕ θα μπορούσε να αναλάβει τον ρόλο φορέα υλοποίησης για το κομμάτι της καταγραφής και επίβλεψης του προγράμματος κεντρικά, έτσι ώστε να υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση σε επίπεδο χώρας.

Μια άλλη κατηγορία είναι τα υφιστάμενα πολυώροφα κτίρια που έχουν κατασκευαστεί προ του 1997 (και κυρίως προ του 1985) τα οποία εκ του σχεδιασμού έχουν περίπου το 30%-40% της φέρουσας ικανότητας αυτών που κατασκευάζονται σήμερα. Για αυτά θα ήταν πολύ καλή ιδέα μαζί με τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων να θεσπιστούν και προγράμματα αντισεισμικής ενίσχυσης κτιρίων με την αξιοποίηση της εμπειρίας του ΟΑΣΠ και του ΙΤΣΑΚ με την συνδρομή του ΤΕΕ. Η ενεργειακή αναβάθμιση μιας πολυκατοικίας πρέπει κανονικά να αφορά το σύνολο της οικοδομής, και όχι το διαμέρισμα, συνδυάζοντας αυτό με την αντισεισμική αναβάθμιση, πάλι σε επίπεδο οικοδομής, θα δίνονταν ένα σημαντικότατο κίνητρο για την συνολική αναβάθμιση του υφιστάμενου γερασμένου κτιριακού αποθέματος της Ελλάδας. Η συζήτηση αυτή γίνεται σε επίπεδο ΕΕ τόσο από την Κύπρο όσο και από την Ιταλία, καιρός είναι να πιέσουμε και εμείς να γίνει πράξη.


Κλείνοντας πάλι με θετικές σκέψεις θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω ότι η επιτυχία της αντισεισμικής πολιτικής στην Ελλάδα βασίστηκε στην εκλαΐκευση και εκλογίκευση της επιστήμης, εκλαΐκευση με την επιμόρφωση των πολιτών για την σημασία να μην κλέβουν στα σίδερα και να βάζουν σωστά τσέρκια, αλλά και στην εκλογίκευση με την υιοθέτηση σεισμικών συντελεστών οι οποίοι δεν είναι υπερβολικοί, αλλά τόσοι, ώστε να επιτρέπουν την εύκολη σχετικά εφαρμογή τους. Είναι σημαντικό να αποφευχθούν τάσεις σημαντικής αύξησης των σεισμικών απαιτήσεων, οι οποίες θα οδηγήσουν σε παράλογες απαιτήσεις και θα δημιουργήσουν μια κουλτούρα παράκαμψης «παράλογων» απαιτήσεων. Ως έχει το σύστημα μας δουλεύει, να το βελτιώσουμε, να το συμπληρώσουμε και να μην το χαλάσουμε. Η πολιτεία να συνεχίσει να ακούει τους μηχανικούς από το ΤΕΕ και τα Πολυτεχνεία και να ενισχύσει το ΙΤΣΑΚ και τον ΟΑΣΠ διότι ίσως φαίνονται αχρείαστοι, αλλά δεν είναι, επειδή ακριβώς έκαναν καλά την δουλειά τους.


*Ο Γρηγόρης Πενέλης είναι Δρ. Πολιτικός Μηχανικός, MSc, DIC Αντιπρόεδρος ΕΥΑΘ ΑΕ

Πηγή: eleftherostypos.gr