Εκρηκτικό κοκτέιλ στην παγκόσμια οικονομία

Ο σινοαμερικανικός πόλεμος κλιμακώνεται και προσλαμβάνει χροιά γενικευμένου νομισματικού πολέμου, η γερμανική οικονομία βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης, η επικείμενη αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. οδηγείται σε χαοτικό διαζύγιο, η κρίση με το Ιράν σοβεί και εγκυμονεί κινδύνους ευρύτερης ανάφλεξης και δεν αποκλείεται νέα πτώχευση της Αργεντινής. Το εκρηκτικό κοκτέιλ δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορους τους πολιτικούς ταγούς ανά τον κόσμο, που τελευταία δίνουν την αίσθηση μιας διακριτικής επιστράτευσης.

Για όσους, όμως, έχουν παρακολουθήσει με τι τρόπο διαχειρίστηκαν οι κυβερνήσεις μεγάλων οικονομιών την προηγούμενη οικονομική κρίση, ορισμένες ειδήσεις των τελευταίων ημερών θα αποτελούν έκπληξη. Οχι βέβαια το γεγονός ότι η Γαλλία κάνει κάποιες δειλές προσπάθειες να τονώσει την οικονομία της αυξάνοντας τις δαπάνες κατά 17 δισ. ευρώ, όσες επιτρέπουν δηλαδή τα στενά δημοσιονομικά της περιθώρια. Ούτε καν η ιλιγγιώδης αύξηση δαπανών που έχει ανακοινώσει ενόψει Brexit ο εκκεντρικός πρωθυπουργός της Βρετανίας. Εκπλήττει κατά κύριο λόγο ότι το ανένδοτο Βερολίνο ετοιμάζεται να απαρνηθεί τη γερμανική εμμονή στη δημοσιονομική πειθαρχία καθώς διαπιστώνει ότι η ύφεση βρίσκεται προ των πυλών.

Η συρρίκνωση 0,1%, που σημείωσε η γερμανική οικονομία το δεύτερο τρίμηνο του έτους, και η μείωση της εξωτερικής ζήτησης για γερμανικά προϊόντα, εν μέρει απότοκος του εμπορικού πολέμου, συνδυάστηκαν με την πρόβλεψη της Bundesbank για «υποτονική» ανάπτυξη το τρίτο τρίμηνο και πιθανώς μικρότερη από το δεύτερο τρίμηνο. Η συγκυρία έχει θορυβήσει τη Γερμανία, που έως τώρα κώφευε πεισματικά στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του ΔΝΤ να εκμεταλλευτεί τα εμπορικά της πλεονάσματα και να επενδύσει στις απηρχαιωμένες υποδομές της, όπως, άλλωστε, και στην επίμονη υπενθύμιση της ΕΚΤ ότι η νομισματική πολιτική έχει περιορισμένες δυνατότητες και η τόνωση της οικονομίας είναι καθήκον των κυβερνήσεων και αποτέλεσμα της σωστής δημοσιονομικής πολιτικής.

Από τα όσα έχουν δηλώσει τις τελευταίες ημέρες ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς και η Αγκελα Μέρκελ προκύπτει πως και πάλι τα ανοίγματα του Βερολίνου δεν θα είναι ιδιαιτέρως τολμηρά και μάλλον θα έρθουν αρκετά καθυστερημένα για να αποτρέψουν την ύφεση. Εν ολίγοις, εάν διολισθήσει σε βαθιά ύφεση η γερμανική οικονομία, τότε το Βερολίνο μπορεί να δαπανήσει έως και 50 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 1,5% του γερμανικού ΑΕΠ.

Ορισμένοι πολιτικοί παρατηρητές ευελπιστούν μάλιστα πως κάποια στιγμή μπορεί να αμφισβητηθεί ακόμη και το θέσφατο του «φρένου χρέους», που έχει θεσμοθετηθεί στο σύνταγμα της Γερμανίας. Το τελευταίο σχετίζεται με το επίτευγμα της κυβέρνησης Μέρκελ, την αύξηση των δαπανών χωρίς πρόσθετο δανεισμό που έγινε πλέον κανόνας απαράβατος. Είχε έως τώρα τη στήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, εταίρου του CDU στον κυβερνητικό συνασπισμό, του φιλικού προς τις επιχειρήσεις κόμματος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, αλλά και του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία. Βασίστηκε, όμως, στην παρατεταμένη περίοδο ανάπτυξης, ενώ βοηθούσε και η άκρως επεκτατική πολιτική της ΕΚΤ. Οι καιροί, όμως, είναι πλέον χαλεποί. Οχι μόνον η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλιστών αλλά και η BDI, η πανίσχυρη ένωση 37 γερμανικών βιομηχανιών, πιέζουν να εγκαταλειφθεί ο στόχος του μηδενικού ελλείμματος, εμπνεύσεως του αρχιτέκτονα της λιτότητας και πρώην υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Την ίδια στιγμή, στην Ουάσιγκτον ο αθυρόστομος ένοικος του Λευκού Οίκου δείχνει έτοιμος να υιοθετήσει πολιτικές τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας που αντιβαίνουν στους ισχυρισμούς του περί της αξιοζήλευτης ευημερίας των Αμερικανών καταναλωτών. Διαρροές στον αμερικανικό Τύπο φέρουν τον Ντόναλντ Τραμπ να εξετάζει τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών και του φόρου μισθωτών υπηρεσιών, ενώ παράλληλα αναβάλλει τους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα, υπό την πίεση, βέβαια, των αμερικανικών επιχειρήσεων. Η αμερικανική οικονομία δεν απειλείται άμεσα από ύφεση, αλλά η ανάπτυξή της επιβραδύνεται, καθώς καταβάλλει το τίμημα του εμπορικού πολέμου που σταδιακά αφήνει το αποτύπωμά του στην οικονομική δραστηριότητα. Η αγορά ομολόγων στις ΗΠΑ προδίδει, πάντως, την απαισιοδοξία των επενδυτών για το εγγύς μέλλον.

Πυκνώνουν, άλλωστε, οι προειδοποιήσεις για τις επιπτώσεις που έχουν οι επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ στην οικονομία της υπερδύναμης. Ενώ το επιτελείο του Λευκού Οίκου εξετάζει μέτρα για να αποτρέψει την περαιτέρω επιβράδυνση, έκθεση της Επιτροπής Δημοσιονομικών του Κογκρέσου αναφέρει πως η πολιτική του Αμερικανού προέδρου από τον Ιανουάριο του περασμένου έτους και μετά έχει διευρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ, που βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδα από το 2012 και οδηγεί σε ανοδική πορεία το χρέος. Παράλληλα έχει αφαιρέσει 0,3% από τον ρυθμό ανάπτυξής της και 0,4% από το μέσο εισόδημα των αμερικανικών νοικοκυριών. Και βέβαια ο ίδιος ο Τραμπ, με το βλέμμα στις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους προσπαθεί να διασφαλίσει την επανεκλογή του και επιμένει ότι η αμερικανική οικονομία οδεύει καλώς και οι καταναλωτές δαπανούν. Δεν σταματά, πάντως, να πιέζει την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ να προχωρήσει σε περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής.

Οι αγορές περιμένουν να πάρουν ξανά τα όπλα τους οι κεντρικοί τραπεζίτες

Μολονότι οι πολιτικές ηγεσίες μελετούν με ποιον τρόπο μπορούν να στηρίξουν τις οικονομίες τους, οι αγορές περιμένουν και πάλι από τους κεντρικούς τραπεζίτες να αναλάβουν στρατηγικό ρόλο ανάλογο ίσως εκείνου που επωμίστηκαν στην αντιμετώπιση της προηγούμενης κρίσης. Τότε κάλυψαν τα κενά των πολιτικών ηγεσιών και τώρα ενδέχεται να επιστρατεύσουν ξανά το οπλοστάσιό τους για να αποτρέψουν την ύφεση. Ενα οπλοστάσιο, όμως, περιορισμένο και ενδεχομένως λιγότερο αποτελεσματικό από εκείνο με το οποίο αντιμετώπισαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της διετίας 2008-2009, την κρίση χρέους και τη συνεπακόλουθη ύφεση. Ωστόσο, στη διάρκεια της εβδομάδας, όταν συναντήθηκαν οι επικεφαλής των σημαντικότερων κεντρικών τραπεζών στο ετήσιο συμπόσιο της Federal Reserve στο πολυτελές θέρετρο του Τζάκσον Χολ, οι αγορές είχαν στραμμένο το βλέμμα στην ομιλία του επικεφαλής της Fed Τζερόμ Πάουελ. 

Το ζητούμενο ήταν κάποια ένδειξη περί του τι πρόκειται να πράξει η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ στο εγγύς μέλλον. Αν, δηλαδή, θα ενδώσει στις επίμονες πιέσεις του Ντόναλντ Τραμπ για περαιτέρω μειώσεις στο κόστος δανεισμού ή θα τηρήσει στάση αναμονής εκτιμώντας, πάντα, τις εξελίξεις στην οικονομία. Ο Πάουελ αρκέστηκε να τονίσει πως η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε «ευνοϊκή φάση» και υποσχέθηκε ότι η Fed θα πράξει τα δέοντα για να διατηρήσει την τρέχουσα ανάπτυξη. Άφησε δηλαδή ανοικτό το ενδεχόμενο να μειώσει ξανά τα επιτόκια του δολαρίου αν το υπαγορεύσουν αρνητικές εξελίξεις στην οικονομία. Κάθε άλλο, όμως, παρά υποσχέθηκε μειώσεις επιτοκίων. Παραδέχθηκε μόνον πως η υπερδύναμη υφίσταται κάποιες παρενέργειες του εμπορικού πολέμου αλλά «οδεύει καλώς». Οι δηλώσεις του δεν προοιωνίζονται περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων του δολαρίου πέραν εκείνης που αποφάσισε η Fed τον Ιούλιο για πρώτη φορά ύστερα από μια δεκαετία. Προφανώς απογοήτευσε, έτσι, τόσο τις αγορές όσο τον Αμερικανό πρόεδρο, που έσπευσε να αναρωτηθεί σε tweet του «αν ο μεγαλύτερος εχθρός της Αμερικής είναι ο Πάουελ ή ο Κινέζος πρόεδρος Σι». 

Ο πραγματικός αντίπαλος του Τραμπ, η Κίνα, αντιμέτωπη με την επιβράδυνση της ανάπτυξής της και τον αντίκτυπο των δασμών, προχώρησε προ ημερών σε μεταρρύθμιση του σύνθετου συστήματος επιτοκίων του γουάν. Η μεταρρύθμιση έχει, πάντως, ως αποτέλεσμα να μειωθεί το κόστος του δανεισμού για τις μεγάλες επιχειρήσεις της. Σε ό,τι αφορά τον επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, η κατάσταση μοιάζει με ολική επαναφορά σε ένα πολύ πρόσφατο παρελθόν που μάλλον θα ήθελε να έχει αφήσει πίσω του. Τον Δεκέμβριο, ανακοίνωσε πανηγυρικά ότι έληξε το πολυσυζητημένο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, που τόσο επικρίθηκε από τη Γερμανία. Δεν θα φανταζόταν ότι περίπου έξι μήνες αργότερα, μόλις τον περασμένο μήνα δηλαδή, θα τον ανάγκαζαν οι εξελίξεις να προετοιμάσει τις αγορές όχι μόνον για μείωση των επιτοκίων του ευρώ βαθύτερα σε αρνητικό έδαφος, αλλά και γα νέο πρόγραμμα. Τον Σεπτέμβριο αναμένεται, έτσι, να ανακοινώσει στις αγορές «ισχυρό» πρόγραμμα, όπως επιβεβαίωσε προ ημερών ο Ολι Ρεν, μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ.

Σε ηλεκτρισμένο κλίμα η σύνοδος των επτά μεγαλύτερων οικονομιών στη Γαλλία


Oι συμμετέχοντες στο G7 φοβούνται μήπως ο Nτόναλντ Τραμπ τινάξει τη συνάντηση στον αέρα, όπως είχε κάνει πέρυσι.

Εν μέσω της κλιμάκωσης του σινοαμερικανικού εμπορικού πολέμου και της αστάθειας στις αγορές, που εντείνει τις πιέσεις σε πολιτικούς και κεντρικούς τραπεζίτες, πραγματοποιείται στην πόλη Μπιαρίτζ της Γαλλίας η σύνοδος του G7. Παρά τις αντιπαραθέσεις που έχουν ήδη απασχολήσει τη σύνοδο γύρω από την επαναφορά της Ρωσίας στη λέσχη των 7, σίγουρα έχει βρεθεί στο επίκεντρο των συνομιλιών ο αντίκτυπος του εμπορικού πολέμου στην παγκόσμια οικονομία.

Με δεδομένες τις εντάσεις που είχαν προηγηθεί την Παρασκευή ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο και στον κεντρικό τραπεζίτη του και είχαν θυμίσει για μία ακόμη φορά τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του Ντόναλντ Τραμπ, οι συμμετέχοντες είχαν κάθε λόγο να αναρωτηθούν μήπως ο απρόβλεπτος πρόεδρος των ΗΠΑ θα τινάξει τη συνάντηση στον αέρα, όπως είχε κάνει πέρυσι. Τότε υπονόμευσε τις προσπάθειες για κοινή θέση εγκαταλείποντας πρόωρα τη συνάντηση και αρνούμενος να προσυπογράψει το κοινό ανακοινωθέν. Φέτος τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα, καθώς οι χώρες μέλη του G7 δείχνουν να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν τον απρόβλεπτο πρόεδρο της υπερδύναμης και να αδυνατούν να συμφωνήσουν σε κοινή θέση.

Μέχρι τη στιγμή που συντασσόταν το παρόν κείμενο, φαινόταν πως η φετινή διοργάνωση θα παρουσίαζε μια άλλη πρωτοτυπία. Για πρώτη φορά από το 1975 οπότε άρχισαν να συγκαλούνται οι συναντήσεις των επτά μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, δεν αναμένεται να εκδοθεί κοινό ανακοινωθέν. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, που έχει προκαλέσει ρήγμα ανάμεσα στις προηγμένες οικονομίες-μέλη του G7. Μιλώντας στο Reuters, στέλεχος της ιαπωνικής κυβέρνησης τόνισε πόσο «δύσκολο είναι να διαμηνύσει το G7 κοινή θέση στον υπόλοιπο κόσμο», επιβεβαιώνοντας ρεπορτάζ του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού της Ιαπωνίας. Εκτός των άλλων, η επίτευξη κοινής θέσης είναι εξαιρετικά δύσκολη όταν η Γαλλία προωθεί την ιδέα της για ενιαία φορολόγηση των τεχνολογικών κολοσσών, που είναι όλες αμερικανικές επιχειρήσεις.

kathimerini.gr


Όλες οι σημαντικές εξελίξεις στο e-mail σου από το ERGON blog!