Τζίρος 102 δισ. «χάθηκε» σε 10 χρόνια

Μέσο έσοδο ενός συνοικιακού σουβλατζίδικου ή ενός mini market της γειτονιάς εμφανίζει η μέση ελληνική επιχείρηση στην Ελλάδα. Το πρόβλημα του μικρού μεγέθους της μέσης ελληνικής επιχείρησης προϋπήρχε της οικονομικής κρίσης και ήταν γνωστό. Ύστερα από την 8ετία των μνημονίων όμως, η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη και αποτυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια στις στατιστικές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, από το 2008 έως σήμερα, ο συνολικός κύκλος εργασιών των επαγγελματιών στην Ελλάδα –περιλαμβάνονται όλοι όσοι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, από συνοικιακά καταστήματα μέχρι πολυεθνικές– μειώθηκε κατά 102,5 δισ. ευρώ με αποτέλεσμα να περιορίζεται πλέον στα 225,8 δισ. ευρώ από 328,5 δισ. ευρώ που ήταν πριν από 10 χρόνια.

Το ότι μπήκαν εκατοντάδες χιλιάδες λουκέτα δεν επιβεβαιώνεται. Ο αριθμός των επιχειρούντων μειώθηκε στο διάστημα από το 2008 μέχρι το 2013 από τις 833.000 στις 698.000, αλλά έκτοτε άρχισε και πάλι η ανοδική πορεία με αποτέλεσμα ο σημερινός αριθμός να ανέρχεται και πάλι στις 793.946 με τη μείωση σε σύγκριση με το 2008 να περιορίζεται σε περίπου 40.000 επιχειρηματικές μονάδες.

Όσον αφορά στο μέσο έσοδο ανά επιχείρηση, αυτό ανέρχεται πλέον σε 284.523 ευρώ (από 394.206 ευρώ που ήταν πριν από την κρίση), ποσό που είναι και το μικρότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η «Κ» είναι αποκαλυπτικά: Το 2008, η Ελλάδα ξεπερνούσε σε μέσο έσοδο ανά επιχειρηματική μονάδα και τη Βουλγαρία και την Πορτογαλία. Μετά τη 10ετία των μνημονίων, είμαστε με διαφορά οι τελευταίοι στην κατάταξη.

O κατακερματισμός της επιχειρηματικής δραστηριότητας που καταγράφεται στην Ελλάδα είναι πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Έχουμε –σε απόλυτο αριθμό– πολύ μεγαλύτερο αριθμό επιχειρηματικών μονάδων, που απασχολούν έως 9 άτομα προσωπικό, από πολύ μεγαλύτερες οικονομίες.

Ο ελληνικός κατάλογος περιλαμβάνει πάνω από 760.000 επιχειρήσεις που απασχολούν έως και 9 άτομα προσωπικό. Μάλιστα, το όριο «0 έως 9 άτομα» έχει τεθεί από τη Eurostat προκειμένου να είναι εύκολη η σύγκριση μεταξύ των χωρών-μελών. Στην πραγματικότητα, ο μέσος αριθμός απασχόλησης στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ο αριθμός 2-3: Δηλαδή, ο επιχειρηματίας και άλλος ένας ή δύο, που συνήθως είναι και συγγενικά πρόσωπα. Η Σουηδία έχει 649.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις με έως και 9 άτομα προσωπικό. Και είναι μια χώρα οι επιχειρήσεις της οποίας τζιράρουν κάθε χρόνο περίπου 828 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου τέσσερις φορές περισσότερα συγκριτικά με τον ελληνικό τζίρο. Η Ελλάδα ξεπερνά σε αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων και άλλες χώρες με μεγαλύτερες οικονομίες όπως είναι το Βέλγιο, η Νορβηγία, η Φινλανδία ή ακόμη και η Δανία.

Τι λείπει από την ελληνική οικονομία; Οι μεγάλες επιχειρήσεις –και ταυτόχρονα μεγάλοι εργοδότες– οι οποίες (όπως προκύπτει και από τις επίσημες στατιστικές του ΕΦΚΑ) προσφέρουν σήμερα σαφώς υψηλότερες μέσες αποδοχές σε σχέση με τους «μικρομεσαίους». Οι εταιρείες με περισσότερα από 250 άτομα προσωπικό δεν ξεπερνούν στην Ελλάδα τις 400, όταν η Πορτογαλία έχει τις διπλάσιες, η Βουλγαρία 670 και η Αυστρία 1.080.
(κλικ για μεγέθυνση του πίνακα)

Ο κατακερματισμός της επιχειρηματικής δραστηριότητας αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα από τα πιο σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας. Δεδομένου ότι η συζήτηση για την «επόμενη ημέρα» της ελληνικής οικονομίας αφορά το πώς θα χρηματοδοτηθούν επενδύσεις (ώστε η ανάπτυξη να μην τρέφεται στο μέλλον κυρίως από την κατανάλωση) ή στο πώς θα δημιουργηθούν εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις απασχόλησης με καλές αμοιβές που θα συμβάλουν στην τόνωση των φορολογικών εσόδων και των ασφαλιστικών εισφορών, είναι ένα ερώτημα προς απάντηση αν αυτό θα γίνει με «όχημα» τις εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις των 100.000-200.000 ευρώ ετησίως σε επίπεδο κύκλου εργασιών (οι οποίες μάλιστα στη συντριπτική τους πλειονότητα εμφανίζονται ζημιογόνες στα επίσημα στοιχεία της εφορίας) ή αν θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο προώθησης των συνεργειών ακόμη και σε τοπικό επίπεδο.

Ο μεγαλύτερος «εργοδότης» της χώρας είναι το εμπόριο

Από το σύνολο των 793.946 επιχειρήσεων και επιχειρηματικών μονάδων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, η μία στις τρεις δραστηριοποιείται στο χονδρικό ή στο λιανικό εμπόριο, ενώ οι 15 στις 100 είναι ξενοδοχειακές μονάδες, εστιατόρια και ταβέρνες. Τι ποσοστό μένει για τη μεταποίηση; Μόλις 7,8%. Οι μεταποιητικές επιχειρήσεις της χώρας είναι μόλις 61.862, ενώ απασχολούν όχι περισσότερους από 311.369 εργαζομένους σε σύνολο 2,366 εκατομμυρίων που εργάζονται στις εγχώριες επιχειρήσεις.

Ο μεγαλύτερος «εργοδότης» της χώρας είναι το χονδρικό και λιανικό εμπόριο καθώς απασχολεί 708.428 άτομα, δηλαδή περίπου το 30% του συνόλου των εργαζομένων της χώρας. Ο δεύτερος μεγαλύτερος, είναι ο χώρος της εστίασης και των ξενοδοχείων. Στις 118.052 επιχειρήσεις του κλάδου βρίσκουν επαγγελματική στέγη 488.149 άτομα. Ακολουθεί ο κλάδος των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων με 152.320 επιχειρήσεις και 249.317 εργαζομένους.

Η πολυδιάσπαση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα προκύπτει και από τη χρήση του αριθμού των εργαζομένων ως δείκτη. Με 793.946 «εργοδότες» και 2.366.201 εργαζομένους, προκύπτει ότι ο μέσος αριθμός εργαζομένων ανά επιχειρηματική μονάδα είναι μόλις 2,98 άτομα. Αυτό συμβαίνει διότι ως επιχειρηματική μονάδα «βαφτίζεται» στην Ελλάδα και η ατομική επιχείρηση του κάθε αυτοαπασχολουμένου. Ετσι, είναι χαρακτηριστικό ότι στον κλάδο των κατασκευών ο δείκτης απασχόλησης πέφτει κάτω από το 2 (δηλαδή ο μάστορας και ένας βοηθός), ενώ το ίδιο συμβαίνει στον τομέα των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων όπου απασχολούνται 1,6 άτομα ανά μονάδα (συνήθως ο δικηγόρος ή ο αρχιτέκτονας ή ο υδραυλικός και ο ηλεκτρολόγος μόνος του χωρίς καμία βοήθεια). Η μεγαλύτερη αναλογία εργαζομένων ανά επιχείρηση εντοπίζεται στον τομέα της παροχής νερού και επεξεργασίας λυμάτων (και αυτό διότι κυριαρχούν μεγάλοι και κρατικοί εργοδότες όπως είναι η ΕΥΔΑΠ, η ΕΥΑΘ κλπ.), όπως επίσης και ο κλάδος ορυχείων και λατομείων με 7,19 άτομα ανά επιχείρηση. Στο χονδρικό και στο λιανικό εμπόριο, ο δείκτης πέφτει κάτω από το 3 (2,77 άτομα), ενώ στις υπηρεσίες καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης έχουμε 4,13 άτομα ανά επιχειρηματική μονάδα.

Η πολυδιάσπαση είναι προφανές ότι προϋπήρχε της οικονομικής κρίσης και δεν προκλήθηκε από αυτήν. Εξηγείται με πολλούς τρόπους που αφορούν από τη νοοτροπία του Ελληνα (να μην έχει αφεντικό πάνω από το κεφάλι του, να κάνει κάτι δικό του κλπ.) μέχρι και τη φορολογική πολιτική. Ο κατακερματισμός έχει βοηθήσει πολλούς επαγγελματίες να λειτουργούν κάτω από το… ραντάρ της εφορίας. Είναι προφανές ότι το φορολογικό σύστημα ελέγχου δεν έχει τον μηχανισμό για να ελέγξει περισσότερες από 760.000 εταιρείες που μπορεί να εδρεύουν ακόμη και σε… διαμερίσματα των εργοδοτών. Από την άλλη, η ίδια η φορολογική νομοθεσία ευνοεί το «σπάσιμο» του τζίρου και των κερδών σε περισσότερους από έναν ΑΦΜ. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και πάλι αύξηση στον αριθμό των επαγγελματικών ΑΦΜ.

Τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αποκαλύπτουν και άλλο ένα «φαινόμενο»: από το σύνολο των 2.366.201 ατόμων, μισθωτοί είναι οι 1.660.373. Αποκαλύπτεται έτσι άλλη μια «πρωτοτυπία» της ελληνικής αγοράς εργασίας: έχει τον μεγαλύτερο (αναλογικά) αριθμό αυτοαπασχολουμένων στην Ευρώπη. Ακόμη όμως και στις τάξεις των μισθωτών, καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο η μερική απασχόληση. Ετσι, αν η ΕΛΣΤΑΤ κάνει αναγωγή των 1.660.373 θέσεων μισθωτής εργασίας σε θέσεις πλήρους απασχόλησης με 8ωρο, τότε ο τελικός αριθμός περιορίζεται ακόμη περισσότερο στα 1,44 εκατομμύρια άτομα.

Ζημίες ή κέρδη έως 15.000 ευρώ εμφανίζει το 80% των επιχειρήσεων

Η πολυδιάσπαση της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα επηρεάζει άμεσα και τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας. Πάνω από το 80% των επιχειρηματικών μονάδων είτε εμφανίζουν ζημίες είτε δηλώνουν στην εφορία κέρδη που δεν ξεπερνούν τις 10.000-15.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Αυτό σημαίνει ότι δεν αποδίδουν φόρο εισοδήματος (ή πληρώνουν ελάχιστα).

Από την άλλη, επίσης το 80% των επιχειρηματικών μονάδων εμφανίζεται να απασχολεί λιγότερα από 2 άτομα προσωπικό. Αυτό σημαίνει ότι εισφέρουν στο ασφαλιστικό σύστημα τις εισφορές του εργοδότη και σε κάποιες περιπτώσεις και τις εισφορές ενός εργαζομένου.

Μάλιστα, μετά την ενεργοποίηση του νόμου Κατρούγκαλου που συνέδεσε τις εισφορές με τα κέρδη, η μεγάλη πλειονότητα πληρώνει μόνο το ελάχιστο ποσό των 168 ευρώ τον μήνα, ενώ σε περισσότερες από 500.000 περιπτώσεις, ο απασχολούμενος εργάζεται μερικώς με αποτέλεσμα να μην πληρώνει καθόλου φόρο και να του αντιστοιχούν ασφαλιστικές εισφορές της τάξεως των 160 ευρώ τον μήνα.

Το 2008, πριν ακόμη γίνει αντιληπτή η περιπέτεια στην οποία θα έμπαινε η Ελλάδα, στη χώρα δραστηριοποιούνταν 833.000 επιχειρήσεις. Το 2013, ο αριθμός περιορίστηκε κάτω από τις 700.000 με τους δρόμους να γεμίζουν από κατεβασμένα ρολά. Από τότε μέχρι σήμερα, ο αριθμός των ιδρύσεων έχει ξεπεράσει κατά τουλάχιστον 90.000 τον αριθμό των «λουκέτων» και ο αριθμός των ενεργών ΑΦΜ έχει προσεγγίσει και πάλι τις 800.000 σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2016. Αυτό οφείλεται και στην κλιμακωτή φορολόγηση των κερδών τουλάχιστον για τις ατομικές επιχειρήσεις. Είναι προτιμότερο ο ίδιος τζίρος να μοιράζεται σε δύο ΑΦΜ (π.χ. στον ΑΦΜ των δύο συζύγων), καθώς με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται μείωση του φορολογικού συντελεστή ακόμη και κατά 20%-30%.

Οι αμοιβές

Το «κόστος προσωπικού», δηλαδή τα χρήματα που πληρώνουν οι εργοδότες στην Ελλάδα για τις αμοιβές των εργαζομένων –συμπεριλαμβανομένου και του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή των εισφορών– ανέρχεται σε 28,962 δισ. Έτσι, το μέσο κόστος ανά εργαζόμενο περιορίζεται σε 12.240 ευρώ μεικτά ετησίως. Τα καθαρά περιορίζονται σε λιγότερα από 800 ευρώ μηνιαίως.

Η προστιθέμενη αξία

Η κατάρρευση των εσόδων των επιχειρήσεων τα χρόνια της ύφεσης συνοδεύτηκε και από μεγάλη μείωση της προστιθέμενης αξίας, η οποία ουσιαστικά επηρεάζει άμεσα και την κερδοφορία. Από τα 77,4 δισ. το 2008, η προστιθέμενη αξία υποχώρησε το 2016 στα 45 δισ., που είναι και το χαμηλότερο ποσό για όλη την περίοδο, με την πτώση να συνεχίζεται και την τελευταία διετία.

Η βιομηχανία

Ο κλάδος με τις περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα (τουλάχιστον με κριτήριο τον αριθμό των εργαζομένων) είναι η μεταποίηση με 113 εταιρείες. Ακολουθούν το εμπόριο με 85 και ο τομέας των μεταφορών με 56. Στον κλάδο της εστίασης υπάρχουν μόλις 47 εταιρείες, με περισσότερα από 250 άτομα
προσωπικό.

Οι μεγάλες εταιρείες

Οι επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα άτομα, έχουν και υψηλότερες μέσες αποδοχές. Αυτό προκύπτει τόσο από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όσο και από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι μέσες αποδοχές στην Ελλάδα διατηρούνται σε χαμηλό επίπεδο: ο μικρός αριθμός των μεγάλων εργοδοτών.

kathimerini.gr