Τουρισμός: Τα συνέδρια επιστρέφουν στην Αθήνα

Σε φάση ανόδου αλλά με χρόνια «βαρίδια» φαίνεται πως εισέρχεται και πάλι η αγορά συνεδριακού τουρισμού στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω την παρατεταμένη πτωτική πορεία των τελευταίων χρόνων. Μια καθοδική τροχιά που ήταν αποτέλεσμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 και της εισόδου της χώρας στην εποχή των Μνημονίων και είχε ως αποτέλεσμα να υποχωρήσει η Ελλάδα στην 31η θέση της παγκόσμιας κατάταξης του 2017, έξι θέσεις χαμηλότερα από το 2016.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Επαγγελματιών Οργανωτών Συνεδρίων (HAPCO) και με βάση τα συνέδρια που έχουν ήδη προγραμματιστεί να πραγματοποιηθούν στην Αθήνα μέχρι το 2020, καταγράφεται αύξηση της τάξης του 30% σε σύγκριση με την περίοδο 2012-2017. Σύμφωνα με τις εκπροσώπους του HAPCO, μάλιστα, έχουν ήδη οριστικοποιηθεί συνέδρια τα οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν στην πρωτεύουσα μέχρι και το 2023 ενώ διεκδικούνται μεγάλες διοργανώσεις που πρόκειται να πραγματοποιηθούν έως και το 2026.

Η πρόεδρος του συνδέσμου Ειρήνη Τόλη εστίασε στο γεγονός πως τα συνέδρια αποτελούν σημαντική πηγή εσόδων για την εθνική οικονομία καθώς δημιουργούν μεγάλους τζίρους, κινητοποιώντας έως και εξήντα διαφορετικά επαγγέλματα για τη διοργάνωσή τους.

Η αντιπρόεδρος του HAPCO Ζένια Κερασίδου έδωσε έμφαση στο προφίλ των συμμετεχόντων στα συνέδρια οι οποίοι, όπως ανέφερε, έχει υπολογιστεί πως αν έρθουν στη χώρα μας για ένα συνέδριο 3-4 ημερών δαπανούν περί τα 1.900 ευρώ. Σύμφωνα με υπολογισμούς του συνδέσμου, κάθε ταξιδιώτης που έρχεται στην Ελλάδα για να μετάσχει σε ένα συνέδριο πραγματοποιεί επταπλάσιες δαπάνες από κάποιον που επιλέγει τη χώρα για τις διακοπές του, έχοντας προαγοράσει στη χώρα του ένα πακέτο διακοπών.



Στις πολλές θέσεις απασχόλησης που συνδέονται με την οργάνωση ενός συνεδρίου εξαιτίας των πολλών διαφορετικών επαγγελμάτων που θα πρέπει να συνδυαστούν (από ξενοδοχεία, αεροπορικές εταιρείες, ταξί κι εστιατόρια μέχρι μεταφραστές, εταιρείες οπτικοακουστικών μέσων, κατασκευαστές) αναφέρθηκε η Τόνιζα Αλεξάνδρου, μέλος του Δ.Σ του συνδέσμου. Ταυτόχρονα σημείωσε πως οι οργανωτές συνεδρίων (Professional Congress Organisers) δεν ανακυκλώνουν χρήματα της ελληνικής αγοράς αλλά εισάγουν συνάλλαγμα στη χώρα, εξάγοντας υπηρεσίες.

Στο μέγεθος του τζίρου που παράγουν τα συνέδρια αναφέρθηκε η αντιπρόεδρος του HAPCO Σίσσυ Λιγνού. Όπως σημείωσε, ένα συνέδριο 3-4.000 συμμετεχόντων δημιουργεί άμεσο τζίρο που υπερβαίνει το 1 εκατ. ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζεται ο πρόσθετος κύκλος εργασιών όλων των άλλων επαγγελμάτων που συνδέονται με αυτά.

Η επιστροφή του συνεδριακού τουρισμού σε θετικό έδαφος αποδίδεται από τις εκπροσώπους των οργανωτών συνεδρίων κατ’ αρχήν στη σταθεροποίηση της οικονομίας και στις προοπτικές που διαμορφώνονται.

Το ευνοϊκό momentum και τα φρένα

Η σταδιακή στροφή των προβολέων στον χώρο του συνεδριακού τουρισμού, ωστόσο, φωτίζει αναπόφευκτα τις χρόνιες ελλείψεις και δυσλειτουργίες που λειτουργούν ως βαρίδια στην προσπάθειά του να επιταχύνει τον βηματισμό του.

Ταυτόχρονα διαπιστώνεται πως η αυξημένη τουριστική κίνηση για την Αθήνα έχει διαμορφώσει νέα δεδομένα στην ξενοδοχειακή αγορά. Όπως υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι του HAPCO, οι τιμές των δωματίων στα ξενοδοχεία της Αθήνας αυξάνονται με αρκετά υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με άλλες πόλεις που βρίσκονται ψηλότερα από την ελληνική πρωτεύουσα στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή κατάταξη.

Η δυναμική που αναπτύσσεται για τη διοργάνωση συνεδρίων στην Ελλάδα και την Αθήνα, ιδιαίτερα, μοιάζει να έχει χαμηλό «ταβάνι». Κι αυτό καθώς η πρωτεύουσα δεν διαθέτει μεγάλο συνεδριακό κέντρο. Θέμα που λιμνάζει για σχεδόν μια 15ετία από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Η μεγάλη αλήθεια πως μεγάλα συνέδρια 15.000 ατόμων οργανώνονται ελάχιστα στην Ελλάδα (ίσως δύο κάθε τρία χρόνια) δεν κάνει λιγότερο επιτακτική μια τέτοια επένδυση για την πρωτεύουσα. Κι αυτό καθώς οι υπάρχουσες υποδομές δεν επαρκούν ούτε για τη διοργάνωση μεσαίου μεγέθους συνεδρίων.

Είναι χαρακτηριστικό πως στην Αθήνα, με τη ζήτηση να φτάνει στο κόκκινο, υπάρχει μόνο το Μέγαρο Μουσικής και το Metropolitan του αεροδρομίου της Αθήνας. Ακόμα και ο πιο ολοκληρωμένος συνεδριακός χώρος της πρωτεύουσας (Μέγαρο Μουσικής), με 18 αίθουσες που μπορούν να φιλοξενήσουν συνολικά 7.000 συνέδρους, οι δύο πιο μεγάλες αίθουσές του δεν υπερβαίνουν σε χωρητικότητα τα 2.000 και 1.500 άτομα αντίστοιχα.

Οι εκπρόσωποι του HAPCO εστίασαν στην ανάγκη να αναβαθμιστεί άμεσα η προβολή της Ελλάδας ως προορισμού συνεδρίων στις διεθνείς αγορές. Οι ίδιες εκτιμούν πως δεν γίνεται στοχευμένη προβολή ενώ ζητούν από την πολιτεία να αναβαθμίσει την προβολή του συνεδριακού τουρισμού μέσω των τουριστικών εκθέσεων στις οποίες συμμετέχει ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ).

Καθοριστική, την ίδια στιγμή, θεωρούν οι εκπρόσωποι των οργανωτών συνεδρίων την υποστήριξη που ζητούν να τους παρέχει η Πολιτεία στη διαδικασία διεκδίκησης ενός μεγάλου συνεδρίου. Όπως εξηγούν, όλοι οι ανταγωνιστές τους προσέρχονται στις παρουσιάσεις τους έχοντας στο πλευρό τους εκπρόσωπο της κυβέρνησής τους ή των τοπικών Αρχών. Ζήτημα το οποίο ενισχύει την προσπάθεια διεκδίκησης καθώς επιβεβαιώνει τη θέληση ενός προορισμού να υποστηρίξει τη διοργάνωση.

Το γεγονός πως στη διαδικασία προετοιμασίας της υποψηφιότητας για την ανάληψη ενός συνεδρίου εμπλέκονται αναρίθμητοι φορείς φέρνει, αναπόφευκτα, τους οργανωτές συνεδρίων αντιμέτωπους με σχεδόν όλες τις δυσλειτουργίες που καταγράφονται στον ελληνικό τουρισμό. Ένα από αυτά αφορά τη χρήση αρχαιολογικών χώρων για ειδικές εκδηλώσεις που συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα ενός συνεδρίου.

Οι εκπρόσωποι του HAPCO επεσήμαναν τις χρονοβόρες διαδικασίες αλλά και το γεγονός πως αρκετοί φορείς δεν έχουν τη δυνατότητα να λάβουν αποφάσεις παρά μόνο για εκδηλώσεις οι οποίες πρόκειται να πραγματοποιηθούν εντός του τρέχοντος χρόνου. Δεδομένου πως τα συνέδρια προετοιμάζονται τουλάχιστον δύο ή τρία χρόνια πριν την πραγματοποίησή τους, δημιουργούνται προφανή εμπόδια ακόμα και στην προετοιμασία του φακέλου υποψηφιότητας.

Ενδεικτικά αναφέρθηκε η περίπτωση αιτήματος να χρησιμοποιηθεί το Ηρώδειο για την εναρκτήρια τελετή μεγάλου συνεδρίου που καταβαλλόταν προσπάθεια να πραγματοποιηθεί στην Αθήνα. Η απάντηση για το αν εγκρίνεται η χρησιμοποίησή του δόθηκε έξι μήνες μετά την υποβολή του αιτήματος. Κι αυτό, απλώς και μόνο για να γνωρίζει ο διοργανωτής αν μπορεί να το συμπεριλάβει στον φάκελο υποψηφιότητας, προκειμένου να ενισχύσει τις πιθανότητες να έρθει η διοργάνωση στην Ελλάδα.

Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους του τουριστικού τομέα όπως ο συνεδριακός τουρισμός, ο οποίος συμβάλλει καθοριστικά στην άμβλυνση της εποχικότητας (σ.σ τα συνέδρια πραγματοποιούνται κατά κόρον σε περιόδους χαμηλής τουριστικής κίνησης) και γύρω από τον οποίο στροβιλίζονται τζίροι πολλών δεκάδων εκατ. ευρώ, δεν είναι «χαρτογραφημένος»!

Μπορεί τα μέλη του HAPCO να ξεπερνούν τα 100, αλλά αποτελεί κοινό μυστικό της ελληνικής αγοράς πως με τη διοργάνωση συνεδρίων και επαγγελματικών συναντήσεων ασχολούνται πολύ περισσότερες εταιρείες, οι οποίες λειτουργούν μεν νόμιμα αλλά δεν είναι πιστοποιημένες ως οργανωτές συνεδρίων (PCOs).

Αυτό πρακτικά έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των συνεδρίων και επαγγελματικών ή άλλων συναντήσεων στην Ελλάδα, τον αριθμό όσων συμμετέχουν, τον αριθμό των διανυκτερεύσεων που πραγματοποιούνται αλλά και τον κύκλο εργασιών που παράγεται.

Κι αυτό σε μια εποχή που ακόμα κι ένας ιδιοκτήτης ακινήτου που θέλει να εκμισθώνει το ακίνητό του σε ταξιδιώτες μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες τύπου Airbnb, έχουν υποχρεωθεί να ενταχθούν σε Μητρώο, προκειμένου να καταγράφεται από την Πολιτεία η δραστηριότητά τους και να φορολογούνται γι’ αυτήν.

Γι’ αυτό τον λόγο οι εκπρόσωποι του HAPCO επιδιώκουν να δημιουργηθεί Μητρώο Οργανωτών Συνεδρίων, προκειμένου να καταγράφεται η δραστηριότητα του κλάδου, να παρακολουθούνται συστηματικά τα μεγέθη του και να αποτρέπονται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.

Ο ανταγωνισμός

Σε μια χρονιά όπως η περυσινή, κατά την οποία η Ελλάδα υποχώρησε έξι θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη χωρών που φιλοξένησαν συνέδρια μεγάλων διεθνών ενώσεων, η παγκόσμια αγορά συνεδριακού τουρισμού κατέγραφε νέο ρεκόρ όλων των εποχών.

Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Ενωσης Συνεδρίων και Εκθέσεων ICCA (International Congress and Convention Association), πραγματοποιήθηκαν σε όλο τον κόσμο 12.558 μεγάλα συνέδρια, 346 περισσότερα από το 2016.

Τα σχετικά στοιχεία επιβεβαίωσαν την κυριαρχία των ΗΠΑ στη συγκεκριμένη αγορά καθώς διατηρήθηκε στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης φιλοξενώντας 941 μεγάλα συνέδρια. Πολύ περισσότερα από τη δεύτερη Γερμανία (682), το Ην. Βασίλειο (592), την Ισπανία (564) και την Ιταλία (515), οι οποίες συγκροτούν το Τοπ 5 της διεθνούς κατάταξης.

Σε ό,τι αφορά τις πόλεις, το 2017 η Βαρκελώνη κατάφερε να προσπεράσει για πρώτη φορά το Παρίσι φτάνοντας ως την κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης καθώς φιλοξένησε 195 συνέδρια. Ακολούθησαν το Παρίσι και η Βιέννη (190), το Βερολίνο 185 και το Λονδίνο (177).

Με τα 144 συνέδρια που φιλοξένησε το 2017 η Ελλάδα κατέλαβε την 31η θέση της παγκόσμιας και τη 19η της ευρωπαϊκής κατάταξης. Αξίζει να σημειωθεί πως πιο ψηλά από την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή κατάταξη βρέθηκαν χώρες όπως η Νορβηγία και η Φινλανδία (156 συνέδρια), η Ιρλανδία (158), η Ουγγαρία (159), η Τσεχία (187), η Δανία (203), η Πολωνία (216), η Πορτογαλία (298).

Η Αθήνα βρέθηκε στην 26η θέση της παγκόσμιας και τη 18η της ευρωπαϊκής κατάταξης έχοντας φιλοξενήσει 76 συνέδρια τη χρονιά που έφυγε. Ψηλότερα από την ελληνική πρωτεύουσα βρέθηκαν ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Ελσίνκι, το Δουβλίνο, η Βαρσοβία, η Βουδαπέστη, η Λισαβόνα (8η) και η Πράγα (7η).

του Παναγιώτη Υφαντή
euro2day.gr

Εγγραφείτε στο newsletter για τα τελευταία επιχειρηματικά και επενδυτικά νέα