Τα capital controls αναβάλλουν επ' αόριστον σχέδια και επενδύσεις

του Γιώργου Μανέττα |

Αλλεπάλληλες συσκέψεις με το βλέμμα «καρφωμένο» στις πολιτικές εξελίξεις πραγματοποιούν το τελευταίο διάστημα τα επιτελεία των μεγάλων επιχειρήσεων της χώρας, με στόχο την προσαρμογή των business plan στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στην ελληνική αγορά. Η επιστροφή της οικονομίας στην ύφεση και οι περιορισμοί στη διακίνηση κεφαλαίων επιβάλλουν την επανεξέταση όλων των στόχων αλλά και των προτεραιοτήτων που έχουν θέσει όχι μόνο για το υπόλοιπο της χρονιάς αλλά και για τα επόμενα δύο χρόνια, όσο αναμένεται να διαρκέσει το νέο Μνημόνιο. Παρότι οι προβλέψεις και οι παραδοχές που θα ληφθούν υπόψη για την κατάρτιση ενός επικαιροποιημένου σχεδίου ανάπτυξης είναι παρακινδυνευμές καθως ανά πάσα στιγμή μπορούν να ανατραπούν από την πορεία της ζήτησης, εντούτοις όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς η δημιουργία ενός «μπούσουλα» πάνω στον οποίο θα κινηθεί η κάθε εταιρεία είναι απολύτως απαραίτητη.

«Χωρίς πυξίδα δεν πας πουθενά. Μια στοιχειώδης οργάνωση για τον τρόπο που θα λειτουργήσεις, και ποιες θα είναι οι προτεραιότητες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είναι σε κάθε περίπωση αναγκαία», σημειώνει χαρακτηριστικά στέλεχος γνωστής λιανεμπορικής αλυσίδας, τονίζοντας πάντως πως «οι συνθήκες που βιώνει η ελληνική οικονομία τις τελευταίες εβδομάδες είναι πρωτοφανείς και εξαιρετικά ασφυκτικές για οποιαδήποτε εταιρεία, ανεξάρτητα από το μέγεθος και την ευρωστία της».

Κάποιες εταιρείες, ωστόσο, κυρίως αυτές που δραστηριοποιούνται στον κλάδο των τροφίμων, είναι σε θέση να κάνουν ασφαλέστερες εκτιμήσεις, καθώς η ζήτηση για βασικά είδη ακόμη και σε περιόδους μεγάλης κρίσης έχουν μεγαλύτερες αντοχές σε σχέση με τους υπόλοιπους, όπως για παράδειγμα την ένδυση και υπόδηση, οι οποίοι είναι περισσότεροι ευάλωτοι. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα τα πέντε προηγούμενα χρόνια, όταν χιλιάδες εμπορικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να «κατεβάσουν ρολά» εξαιτίας της αδυναμίας τους να αντεπεξέλθουν στην κατακόρυφη κάμψη της κατανάλωσης και τη δραματική έλλειψη ρευστότητας. Όλοι πάντως, προετοιμάζονται για ακόμη δυσκολότερες ημέρες, καθώς το νέο Μνημόνιο, το τρίτο στη σειρά που αναμένεται να συνάψει η χώρα με τους εταίρους και δανειστές της, προβλέπει ακόμη πιο σκληρά περιοριστικά μέτρα σε σχέση με τα προηγούμενα, νέες περικοπές στα εισοδήματα των νοικοκυριών αλλά και αύξηση της φορολογίας.

Τα μέτρα άμυνας

Στο επίκεντρο βρίσκεται η πολιτική τιμών που θα ακολουθήσουν το επόμενο διάστημα, καθώς από αυτή θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η πορεία και η θέση τους στην αγορά. Αν και τα περιθώρια είναι μικρά, με δεδομένη και την αύξηση του ΦΠΑ στο 23%, σε αρκετές κατηγορίες προϊόντων θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως θα εντείνουν τις προσφορές τους, σε μια προσπάθεια να ευθυγραμμιστούν με τις ανάγκες των καταναλωτών για φθηνότερες τιμές. «Οι τιμές θα αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο στο τρόπο που οι καταναλωτές κάνουν τις αγορές τους. Όποια βιομηχανία δεν προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα, είναι σίγουρο πως θα χάσει έδαφος προς όφελος των ανταγωνιστών που προσφέρουν οικονομικότερες λύσεις για το καλάθι της νοικοκυράς», λένε παράγοντες της αγοράς. Από τα μέτρα άμυνας που επεξεργάζονται οι διοικήσεις δεν λείπει η μείωση του κόστους λειτουργίας, η αποχώρηση από ζημιογόνες δραστηριότητες και η εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, μια τακτική που εφαρμόστηκε κατά κόρον τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Σε κάποιες περιπτώσεις απέδωσε σημαντικούς καρπούς, καθώς φρόντισαν με την εξοικονόμηση πόρων να καλύψουν δάνεια και υποχρεώσεις που εκκρεμούσαν και εξελίσσονταν σε πραγματική απειλή για την επιβίωσή τους. Παράγοντες της αγοράς πάντως δεν διστάζουν να εκφράσουν αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα που μπορεί να έχει ένας νέος γύρος περικοπών, και τονίζουν πως το ζητούμενο είναι η αύξηση των πωλήσεων και η παραγωγή νέου πλούτου.

Η αγωνία της καθημερινότητας

Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η πλειονότητα του επιχειρηματικού κόσμου τη δεδομένη στιγμή αφορά τη διαχείριση της καθημερινότητας. Με τις εμπορικές συναλλαγές εντός και εκτός Ελλάδας να γίνονται με τεράστια δυσκολία εξαιτίας των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, το βάρος των επιχειρήσεων και κυρίως της βιομηχανίας εστιάζεται πρωτίστως στην επάρκεια ικανού αριθμού προϊόντων, προκειμένου να μην παρουσιαστούν ελλείψεις στα ράφια των καταστημάτων. «Δίνουμε καθημερινά μάχη για να προμηθευτούμε τις πρώτες ύλες που χρειαζόμαστε για την παραγωγή των προϊόντων μας. Μην ξεχνάτε ότι η ελληνική οικονομία είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Για την παραγωγή σχεδόν οποιουδήποτε ελληνικού προϊοντος, ακόμη και αυτών που προορίζονται για εξαγωγές χρείαζεται τουλάχιστον ένα υλικό από το εξωτερικό», υπογραμμίζει στέλεχος της βιομηχανίας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 38% των ελληνικών εισαγωγών (σχεδόν 17 δισ. ευρώ το 2014) αφορά καύσιμα και ενέργεια (αργό πετρέλαιο, πετρελαιοειδή, φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια) ενώ το 14% σε χημικά (στην πλειοψηφία τους πρώτες ύλες για την ελληνική βιομηχανία), το 11% σε τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα και το 2,5% σε ορυκτές πρώτες ύλες και μέταλλα.

Στον «πάγο» οι επενδύσεις
Προβληματισμός για τη φορολογία

Στα μέτρα που επιστρατεύουν οι επιχειρήσεις για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που έρχονται είναι και το «πάγωμα» των επενδυσέων. Η αύξηση της εταιρικής φορολογίας στο 29% και οι νέες επιβαρύνσεις που πηγάζουν από τη συμφωνία της κυβέρνησης με τους εταίρους στη Σύνοδο Κορυφής της 12ης Ιουλίου οδηγούν σε αναβολή των επενδυτικών σχεδίων που αποφασίσθηκαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες, έως ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο και απομακρυνθούν οριστικά οι φόβοι για έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. «Εάν δεν σταθεροποιηθεί η κατάσταση και μπει τέλος στην ανασφάλεια που υπάρχει σήμερα, είναι πολύ δύσκολο οι επιχειρηματίες να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις που θα καθορίσουν το μέλλον τους. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να αναλάβει ένα τέτοιο ρίσκο, σε μια εποχή που τα πάντα είναι ρευστά», επισημαίνει χαρακτηριστικά άνθρωπος της αγοράς. To «πάγωμα» αφορά όλους τους κλάδους, ενώ αγγίζει ακόμη και ώριμα deals, πολλά εκ των οποίων θεωρούνται ζωτικής σημασίας για την επιβίωση κάποιων ομίλων.



imerisia.gr