του Γιώργου Παπαϊωάννου |
Διαβάζοντας κάποιος τα αποτελέσματα πρώτου εξαμήνου των τραπεζικών ομίλων δεν μπορεί να μη σταθεί στη βελτίωση του τρόπου χρηματοδότησης των τραπεζών. Εκεί που στα τέλη του περασμένου έτους μπορούσαν να αντλήσουν χρήματα μόνο από τον έκτακτο ευρωπαϊκό μηχανισμό ELA, σήμερα η εξάρτησή τους από τον ELΑ έχει συρρικνωθεί.
Από περίπου 125 δισ. ευρώ που ήταν στα τέλη του περασμένου έτους, όταν τα σενάρια εξόδου από το ευρώ είχαν φουντώσει, τον περασμένο Ιούλιο περιορίστηκαν σε 16 δισ. ευρώ, ενώ τα στοιχεία για τον Αύγουστο δείχνουν περαιτέρω μείωση, κάτω από 10 δισ. ευρώ.
Την ίδια πορεία ακολουθεί και η χρηματοδότηση από το ευρωσύστημα, η οποία ανέρχεται συνολικά σε περίπου 50 δισ. ευρώ από 76 δισ. ευρώ που ήταν στις αρχές του έτους. Ολα αυτά δείχνουν ότι ομαλοποιείται η χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος, η οποία είναι αποτέλεσμα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και των εκτιμήσεων ότι η χώρα τελικά θα τα καταφέρει και θα παραμείνει στο ευρώ.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες δανείζονται φθηνότερα κατά περίπου δύο ως δυόμισι ποσοστιαίες μονάδες. Διότι από τα επίπεδα του 3,25%-3,50% που χρηματοδοτούνταν από τον ELA, σήμερα αντλούν ρευστότητα με επιτόκια κάτω από 1%, κοντά στο βασικό επιτόκιο του ευρώ που είναι μόλις 0,5%.
Επιπλέον, με τον αριθμό των τραπεζών να έχει μειωθεί από περίπου 15 σε πέντε και με την απορρόφηση των μικρότερων τραπεζών από τις μεγαλύτερες, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μείωση των επιτοκίων καταθέσεων, οι οποίες αποτελούν την άλλη πηγή χρηματοδότησης των τραπεζών. Διότι κατά το πρόσφατο παρελθόν οι μικρότερες τράπεζες που αντιμετώπιζαν πιεστικά προβλήματα ρευστότητας ανέβαζαν τα επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέσεις, συμπαρασύροντας τις μεγαλύτερες, οι οποίες έπρεπε να ακολουθήσουν για να συγκρατήσουν τους καταθέτες τους. Μετά τον τελευταίο γύρο συγκέντρωσης στον κλάδο, τα επιτόκια καταθέσεων έχουν πάρει την κατιούσα και όλοι συμφωνούν ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω υποχώρησης.
Ομως αυτή η μείωση του κόστους δανεισμού για τις τράπεζες δεν έχει αποτυπωθεί στους δανειολήπτες, οι οποίοι συνεχίζουν να πληρώνουν ακριβά τα δάνειά τους. Ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες χρηματοδοτούνται με επιτόκια πάνω από 10%. Και μπορεί το πιστωτικό ρίσκο, όπως λένε οι τραπεζίτες, να παραμένει υψηλό και να δικαιολογεί τα spreads που χρεώνουν, όμως τα περιθώρια μείωσης των βασικών επιτοκίων είναι μεγάλα, αφού το κόστος του χρήματος για τις τράπεζες έχει μειωθεί περίπου κατά τέσσερις μονάδες.
Αν αυτό περάσει στις επιχειρήσεις, θα απελευθερωθούν συνολικά σημαντικά κεφάλαια, που θα είναι ακόμη μία μικρή ανάσα για την οικονομία. Αν αυτή προστεθεί στις υπόλοιπες μικρές θετικές εξελίξεις που καταγράφονται (τουρισμός, πρωτογενές πλεόνασμα, μεταρρυθμίσεις κτλ.), όλες μαζί μπορούν να δημιουργήσουν μια δυναμική που θα είναι σε θέση να αντιστρέψει το κλίμα στην οικονομία και να φέρει πιο κοντά την ανάκαμψη. Και αυτό θα είναι προς όφελος και των τραπεζών, οι οποίες πρωτίστως κινδυνεύουν από την έκρηξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων που συνεπάγεται η βύθιση της οικονομίας στην ύφεση.
ΤΟ ΒΗΜΑ