ΓΝΩΜΕΣ: Είναι πλατφόρμα ανάπτυξης οι νέες τεχνολογίες;

Της Reinhide Veugelers* |
Σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη έχει ένα λιγότερο αποδοτικό μοντέλο ανάπτυξης των κλάδων πληροφοριών και επικοινωνιών (ICT): Η οικονομία της ΕΕ εξειδικεύεται λιγότερο στους εν λόγω κλάδους, οι κλάδοι αυτοί συνεισφέρουν λιγότερο στην ανάπτυξη της ΕΕ, και η ΕΕ υστερεί στον τομέα των ιδιωτικών δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη, στα αγαθά και τις υπηρεσίες των ICT.
Η ΕΕ αδυνατεί να επικεντρωθεί στους νέους υπό-τομείς των ICT και στις εταιρείες που έχουν τη μεγαλύτερη δυναμική για ανάπτυξη με βάση τις ICT, κυρίως εταιρείες internet και λογισμικού. Συγκεκριμένα, η Ευρώπη στερείται νέους καινοτόμους σε αυτούς τους τομείς που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν εταιρείες όπως οι Google,Apple, Amazon και Qualcomm στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ενδεχόμενη αποτυχία της Ευρώπης να επαναπροσδιορίσει το επίκεντρό της προς τις νέες εταιρείες ICT και τους νέους κλάδους, πιθανότατα θα έχει σημασία για την μετά από την κρίση δυναμική που θα έχει η ανάκαμψη στην Ευρώπη. Στο νέο οικοσύστημα ICT (π.χ. μετά-internet), ο τόπος των πιο σημαντικών αλληλεπιδράσεων έχει μετατοπιστεί εκεί όπου οι πάροχοι πλατφόρμας, περιεχομένου και εφαρμογών είναι πιο καθοριστικοί. Αυτοί οι υπό-τομείς του ICT, όντας νέοι και με ιδιαίτερη έμφαση στην έρευνα και στην ανάπτυξη, ήταν οι τομείς όπου υπήρχαν οι περισσότερες ευκαιρίες για ανάπτυξη των ICT πριν από την κρίση, και αυτοί οι οποίοι εμφάνισαν μικρή μόνο μείωση στους ρυθμούς ανάπτυξής τους στη διάρκεια της κρίσης.

Σε αυτούς τους τομείς, η Ευρώπη έχει αδύναμη παρουσία με νέους νεωτεριστές (καινοτόμους). Στερείται ιδιαιτέρως κορυφαίους παρόχους πλατφόρμας, οι οποίοι είναι αυτοί που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της αξίας του νέου οικοσυστήματος ICT. Με τις ευρωπαϊκές εταιρείες να καταλαμβάνουν λιγότερες θέσεις σε αυτές τις πλατφόρμες, το ερώτημα είναι εάν θα βρεθούν σε θέση να επωφεληθούν από τις νέες καινοτομίες, και από αυτές που θα ακολουθήσουν, νέας γενιάς, ή ως πάροχοι των εφαρμογών και του εξοπλισμού για τις κορυφαίες εταιρείες. Αυτό θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων, από το πόσο θα διεκδικήσουν αυτές τις πλατφόρμες και από το κατά πόσο θα είναι συμβατές.

Αναλύοντας σε βάθος κάποιες συγκεκριμένες νέες, αναδυόμενες τεχνολογίες και αγορές ICT, και εξετάζοντας λεπτομερώς τους λόγους για την ανικανότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών να εξελιχθούν σε κορυφαίους καινοτόμους παγκοσμίως σε αυτούς τους κλάδους, αποδεικνύεται ότι το πρόβλημα στην Ευρώπη εμφανίζεται να μην είναι τόσο πολύ στη δημιουργία νέων ιδεών, αλλά μάλλον πιο μετά, στον τομέα της εμπορευματοποίησης των ιδεών, δηλαδή στο πώς να φέρει (η Ευρώπη) τις ιδέες με επιτυχία στην παγκόσμια αγορά. Παραδείγματα αυτού είναι η έλλειψη μιας ενιαίας ψηφιακής αγοράς, το κατακερματισμένο IP, η έλλειψη επιχειρηματικού πνεύματος, η πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια και ισχυρές ομάδες ICT με συγκεντρωτικές αγορές εργασίας, προηγμένους (δημόσιους) χρήστες καθώς και συμπληρωματικούς κλάδους.

Αυτές οι ιδέες προτείνουν την βελτίωση του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου που είναι τώρα σε ισχύ, ιδιαίτερα την Innovation Union and Digital Agenda EU 2020, για την καλύτερη μόχλευση της δυναμικής της ανάπτυξης των νέων αγορών ICT για την Ευρώπη. Για το λόγο αυτό, η έμφαση στη χάραξη πολιτικής της ΕΕ θα πρέπει να κινηθεί πέρα από την παροχή χρηματοδότησης για έρευνες, στη χρηματοδότηση προγραμμάτων για pre-commercial projects και για τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη της νέας αγοράς ICT. Αυτό σημαίνει πρώτα και κύρια ότι θα πρέπει να καταπολεμηθεί ο κατακερματισμός των ευρωπαϊκών ψηφιακών αγορών, δηλαδή να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός των δικαιωμάτων ΙΡ και των ρυθμιστικών αρχών.

Έχοντας σημειωθεί πρόοδος σε ένα πανευρωπαϊκό σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η προσοχή θα πρέπει να στραφεί προς μια ενιαία ευρωπαϊκή προσέγγιση για τα δικαιώματα στον ψηφιακό κλάδο, τα πνευματικά δικαιώματα και τις τακτικές προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Και χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο τα πρότυπα ποιότητας, οι εξετάσεις του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας θα πρέπει να είναι πιο ανοιχτές σε νέες τεχνολογίες ICT και στους ήπιους μηχανισμούς προστασίας.

Εάν και όταν οι κυβερνήσεις παρέμβουν στα πρότυπα και στους κανονισμούς, θα πρέπει να είναι μια συντονισμένη δράση σε διεθνές επίπεδο και σχεδιασμένη με προοπτική ανοιχτής τεχνολογίας, η οποία θα επιτρέπει σε νέους μελλοντικούς καινοτόμους, να συνεχίζουν να είναι ανταγωνιστικοί.

Σύμφωνα με τις επιτυχίες των δημόσιων προμηθειών στις αγορές ICT από τις ΗΠΑ, η ΕΕ θα πρέπει να κάνει μεγαλύτερη χρήση των προμηθειών αυτών για την ενίσχυση των καινοτομιών που βρίσκονται σε αρχικό στάδιο, τουλάχιστο σε αυτούς τους τομείς όπου ο δημόσιος τομέας μπορεί να δράσει ως καθοριστικός κυρίαρχος χρήστης, όπως στο e-government, e-health και e-education. Οι τακτικές αυτές θα πρέπει να ενθαρρύνουν την είσοδο και την ανάπτυξη νέων εταιρειών, να ενισχύουν ενδεχόμενο ανταγωνισμό και να ενισχύουν και την ανάπτυξη συμπληρωματικών παραγόντων. Όταν αυτά γίνονται σε μια ΕΕ ενοποιημένη ή τουλάχιστον με συντονισμένη κλίμακα, οι κίνδυνοι και οι πόροι μπορούν να συγκεντρωθούν σε μια μεγαλύτερη αγορά. Η εξάλειψη του κατακερματισμού στις ευρωπαϊκές αγορές δημοσίων συμβάσεων, θα πρέπει να είναι ψηλά στην πολιτική ατζέντα.

Για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το μικρό ρίσκο στην ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά, οι νέες πρωτοβουλίες της ΕΕ θα πρέπει να συμπληρώνουν τα υπάρχοντα εργαλεία της ΕΕ σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, ιδιαίτερα στο να καλύπτουν το κενό που υπάρχει μεταξύ μιας ιδέας και πώς αυτή θα φτάσει στην παγκόσμια αγορά. Θα πρέπει να καθιερωθεί να πρόγραμμα αντίστοιχο με το αμερικανικό Small Business Innovation Research Programme (πρόγραμμα καινοτομίας και έρευνας μικρών επιχειρήσεων), για τη χρηματοδότηση pre-commercial projects. 

Σε αυτό το επίπεδο της ανάλυσης, και έχοντας ακόμη πολλούς άγνωστους παράγοντες για το εάν και ποιες παρεμβάσεις είναι αποτελεσματικές για τις νέες αγορές ICT, οι αρχές θα πρέπει να συμμετέχουν με την ανάλυση των προοπτικών και τη στενή εποπτεία των αναδυόμενων τεχνολογιών και αγορών.

*Καθηγήτρια στο KULeuven (BE), στη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, όπου διδάσκει διεθνή οικονομικά των επιχειρήσεων. 


Αναδημοσίευση:www.capital.gr