Ενεργοβόρα και παλιά, 9 στα 10 σπίτια • To στοίχημα της ενεργειακής αναβάθμισης


«Στοίχημα», που θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κερδηθεί, αποτελεί η ενεργειακή αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος και ιδίως των κατοικιών, με το 90% αυτών να έχει κατασκευαστεί πριν από το 2000, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις προδιαγραφές μόνωσης, αλλά και τα συστήματα θέρμανσης. Το ζήτημα έχει πολλαπλές προεκτάσεις, καθώς σε επίπεδο Ε.Ε. έχουν ψηφιστεί οδηγίες στο πλαίσιο της πολιτικής Fit for 55 για την ενεργειακή μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα. Επομένως, οι αναβαθμίσεις των κτιρίων δεν πρόκειται για μια θεμιτή επιλογή πολιτικής, αλλά έχουν αποκτήσει χαρακτήρα επιτακτικό. Σε πρόσφατη έκθεσή της η Εθνική Τράπεζα ανέφερε ότι έως το 2030 θα επενδυθούν 5 δισ. ευρώ στην ελληνική αγορά κατοικίας, αποκλειστικά για ενεργειακές αναβαθμίσεις.


Μην χάνετε σημαντικές εξελίξεις
Κάντε εγγραφή στο Newsletter της ERGON με ένα κλικ
είναι δωρεάν, χωρίς χρήση cookies, χωρίς κουραστικές διαφημίσεις


«Ενεργοβόρα» ακίνητα

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών, που πραγματοποιήθηκε το 2023, προκύπτει ότι το 88% του συνολικού πληθυσμού της χώρας δεν έχει πραγματοποιήσει καμία βελτίωση στην κατοικία που μένει μόνιμα τα τελευταία πέντε χρόνια. Επομένως, τα προγράμματα «Εξοικονομώ», που έχουν «τρέξει» με σημαντικά κονδύλια από το 2018 και μετά, ναι μεν έχουν αντίκρισμα, αλλά ακόμη όχι στην κλίμακα που απαιτείται. Ενα ακόμη σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι ακόμη και σήμερα, σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά, ή το 47,1% του πληθυσμού, δηλώνει ότι χρησιμοποιεί ως κύρια πηγή θέρμανσης το πετρέλαιο. Ενα πρόσθετο 21,1% χρησιμοποιεί αποκλειστικά καυσόξυλα, ενώ 20,6% επιλέγει την ηλεκτρική ενέργεια, χρησιμοποιώντας ηλεκτρικές συσκευές, όπως θερμαντικά πάνελ, θερμάστρες και κλιματιστικά. Την ίδια στιγμή, το ποσοστό του πληθυσμού που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο είναι 17,3%.

Επομένως, είναι σαφές ότι θα πρέπει να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν πολιτικές, που να ωθήσουν όλο και περισσότερους προς την ενεργειακή αναβάθμιση των ακινήτων τους. Ο επόμενος κύκλος του προγράμματος «Εξοικονομώ» πρόκειται να αρχίσει να «τρέχει» εντός του δευτέρου εξαμήνου του έτους, έχοντας εξασφαλίσει κονδύλια συνολικού ύψους 870 εκατ. ευρώ με τη μορφή επιδοτήσεων. Μάλιστα δεν αποκλείεται (ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί) να μην εφαρμοστούν εισοδηματικά κριτήρια, προκειμένου να αυξηθεί η υιοθέτηση τεχνολογιών, όπως οι αντλίες θερμότητας, το κόστος των οποίων παραμένει υψηλό.


Οι στόχοι της Ευρώπης

Υπενθυμίζεται ότι οι στόχοι του Fit for 55 προβλέπουν τη μείωση εκπομπών ρύπων των αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 (σε σχέση με το 1990). Στο πλαίσιο αυτό, πρόσφατα πραγματοποιήθηκε στο αναβαθμισμένο διοικητικό μέγαρο του ΟΤΕ το 1ο Φόρουμ για τη Βιωσιμότητα των Κτιρίων και του Αστικού Τοπίου από το RICS (Royal Institution of Chartered Surveyors), με τη συμμετοχή και του ελληνικού τμήματος RICS Greece Sustainability Working Group. Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, τα κτίρια θα έχουν κεντρικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων του Fit for 55, καθώς υπολογίζεται ότι θα πρέπει να ανακαινιστούν περίπου 35 εκατ. κτίρια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το νούμερο αυτό προκύπτει αν ληφθεί υπόψη ότι το 83% των κτιρίων στην Ευρώπη έχει κατασκευαστεί πριν από το 2000 κι ότι το 85% των υφιστάμενων κτιρίων σήμερα θα συνεχίσει να υπάρχει και το 2050. Υπενθυμίζεται ότι τα κτίρια και ο οικοδομικός κλάδος ευθύνονται για το 37% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και το 21% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Πάντως, η νέα κοινοτική οδηγία για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων έχει άρει τον χαρακτήρα της υποχρεωτικότητας που είχαν προηγούμενες εκδοχές της. Μέχρι πρότινος η οδηγία ανέφερε ότι θα απαγορεύεται η πώληση ή ενοικίαση κατοικιών που βρίσκονταν στη χαμηλότερη κατηγορία του ενεργειακού πιστοποιητικού, εφόσον αυτές δεν είχαν αναβαθμιστεί κατά τουλάχιστον δύο κατηγορίες, έως το τέλος του 2030. Αντίστοιχα, το ίδιο θα ίσχυε διαδοχικά ανά διετία και για τις υψηλότερες κατηγορίες του πιστοποιητικού. Ετσι, π.χ. τα ακίνητα που είναι στην αμέσως επόμενη κατηγορία (Ζ), θα έπρεπε να βρεθούν στην κατηγορία ∆ έως το τέλος του 2032. Η συγκεκριμένη απόφαση είχε δημιουργήσει πολλές αντιδράσεις από πολλές χώρες-μέλη, που θεωρούσαν ότι θα δημιουργούνταν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της αγοράς ακινήτων, πέραν ασφαλώς του μεγάλου οικονομικού βάρους που θα έπρεπε να αναλάβουν οι ιδιοκτήτες, ακόμη και με τις επιδοτήσεις που θα διοχετεύονταν για τον σκοπό αυτό τα επόμενα χρόνια.

Πλέον όμως παρέχεται στα κράτη-μέλη η ελευθερία να σχεδιάσουν τις απαιτούμενες πολιτικές, ώστε να επιτύχουν τον πανευρωπαϊκό στόχο της μείωσης των ρύπων από τα κτίρια κατά 16% έως το 2030 και κατά 20%22% έως το 2035. Επίσης, μπορούν να επιλέξουν τον αριθμό των κτιρίων, των επιμέρους διαμερισμάτων, αλλά και της επιφανείας του κτιριακού αποθέματος που θα πρέπει να αναβαθμιστεί ενεργειακά. Από την άλλη πλευρά, τα νέα κτίρια που θα κατασκευάζονται πανευρωπαϊκά από το 2030 και μετά θα πρέπει να είναι μηδενικών εκπομπών άνθρακα, ενώ η προθεσμία αυτή μεταφέρεται στο 2028, εφόσον πρόκειται για κτίρια δημοσίων φορέων.


Νέα κτίρια

Εκτός από τις αναβαθμίσεις των υφιστάμενων κατοικιών, σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων της ενεργειακής μετάβασης θα διαδραματίσουν και οι κατασκευές νέων κτιρίων. Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει το RICS, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι «η απανθρακοποίηση αφορά το σύνολο της αλυσίδας παραγωγής. ∆εν είναι εφικτή η κατασκευή ενός κτιρίου χαμηλών εκπομπών άνθρακα χωρίς να χρησιμοποιήσεις αντίστοιχα υλικά». Οπως τονίζεται, στο πρόσφατο παγκόσμιο φόρουμ για τα κτίρια και το κλίμα, που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, 70 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, υπέγραψαν κοινή διακήρυξη («Declaration de Chaillot»). Σ’ αυτή λαμβάνονται δεσμεύσεις για την προώθηση δράσεων για την απαλλαγή από τον άνθρακα στα κτίρια. Μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε να προωθηθεί η παραγωγή, η ανάπτυξη και η χρήση οικονομικά προσιτών δομικών υλικών, χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και βιώσιμης προέλευσης.

Παράλληλα –κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για την Ελλάδα– κατέστη σαφές ότι είναι απαραίτητη η εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης για την υλοποίηση του στόχου της απανθρακοποίησης. Ετσι, με βάση τις σχετικές δεσμεύσεις, θα αλλάξει η δημοσιονομική πολιτική και θα προωθηθούν αειφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες χαμηλών εκπομπών.

Από το Νίκο Ρουσάνογλου
moneyreview.gr