Γηρασμένο το κτιριακό απόθεμα στη Θεσσαλονίκη – Αειφόρα κτίρια


Τα περισσότερα κτίρια στη Θεσσαλονίκη ηλικίας άνω των 35 ετών

Μέσα από την πρόσφατη συνέντευξη του κ. Πέτρου Παπαναούμ στη δημοσιογράφο Άννη Καρολίδου για το GRTimes.gr, προέκυψαν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κτιριακό απόθεμα στους επτά Δήμους που αποτελούν το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης (Αμπελοκήπων-Μενεμένης, Θεσσαλονίκης, Καλαμαριάς, Κορδελιού-Ευόσμου, Νεάπολης-Συκεών, Παύλου Μελά και Πυλαίας-Χορτιάτη).

Από τεχνικής απόψεως, ένα κτίριο ηλικίας άνω των 35 ετών είναι βέβαιο ότι παρουσιάζει φυσιολογικές φθορές και βλάβες που χρήζουν διόρθωσης, αποκατάστασης και ανακαίνισης.

Έτσι διακρίνουμε δυο μεγάλες ηλικιακές κατηγορίες με τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν το 1985 και τα υπόλοιπα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από την απογραφή των κτιρίων του 2011, αναφορικά με το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, «πρωταθλητές» σε παλιά κτίρια (πριν το 1985) είναι:
– ο Δήμος Θεσσαλονίκης με το 74,5% των κτιρίων του (18.000 κτίρια) και
– ο Δήμος Αμπελοκήπων-Μενεμένης με 75,4% των κτιρίων του (3.856 κτίρια)

Στην καλύτερη κατάσταση όπως ήταν αναμενόμενο βρίσκεται ο Δήμος Πυλαίας-Χορτιάτη με το 36% των κτιρίων να είναι κτισμένα προ του 1985, ενώ σε όλους τους άλλους Δήμους περισσότερα από τα μισά κτίρια ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.

Το φαινόμενο αυτό φυσικά δεν είναι μόνο Ελληνικό αλλά πανευρωπαϊκό μιας και μιλάμε για τη Γηραιά Ήπειρο. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ευρωπαϊκή Ένωση στέφεται συνεχώς στρατηγικά στις ανακαινίσεις, θέλοντας να μειώσει τόσο την ενεργειακή κατανάλωση όσο και το ανθρακικό αποτύπωμα (carbon footprint) των κτιρίων.

Αειφόρα κτίρια και η ελληνική πραγματικότητα

Η πράσινη συμφωνία αποτέλεσε το έναυσμα για μια σειρά από νομοθετικές αλλαγές, από την επιλογή των υλικών και τον τύπο της δόμησης, έως τη διάρκεια ζωής και το τέλος της ζωής του κτιρίου. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά κάνουν ήδη αποφασιστικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ στην Ελλάδα η συζήτηση μόλις ανοίγει, με τα πιστοποιημένα ως αειφορικά κτίρια σε όλη τη χώρα να είναι μόλις 70.

Η κα Οντρεϊ Νάγκεντ, διευθύντρια στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Αειφόρων Κτιρίων τονίζει ότι «Η πρόκληση στην Ευρώπη είναι διπλή, γιατί εκτός από τις νέες κατασκευές υπάρχει ένα πολύ μεγάλο απόθεμα παλαιών κτιρίων. Για να επιτύχουμε τους ευρωπαϊκούς στόχους για το κλίμα πρέπει να επιταχύνουμε τους ρυθμούς ανακαίνισης, αλλά και να δημιουργήσουμε πολιτικές για το “αποτύπωμα” του κτιρίου σε όλη τη διάρκεια ζωής του (building carbon life)».

Από την πλευρά του ο κ. Αλέξανδρος Αθανασούλας, πρόεδρος του Συμβουλίου Αειφόρων Κτιρίων Ελλάδας αναφέρει: «Στην Ελλάδα έχουμε κάνει πρόοδο σε αυτή την κατεύθυνση, λ.χ. με παρέμβασή μας συμπεριελήφθη στον νέο οικοδομικό κανονισμό ρύθμιση για την πριμοδότηση με 10% του συντελεστή δόμησης των κτιρίων που θα πιστοποιούνται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Γενικά όμως οι παρεμβάσεις της Πολιτείας στρέφονται μόνο στην ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων. Ως αποτέλεσμα, είμαστε πολύ πίσω – το 2021 μόλις 70 κτίρια στην Ελλάδα είχαν πιστοποιηθεί ως αειφορικά κατά Leed ή Breeam. Η αλλαγή δεν αφορά μόνο το θεσμικό κομμάτι αλλά και τη νοοτροπία και πρέπει να έρθει ως απαίτηση, όχι μόνο των developers και των αγοραστών (επειδή θα έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση) αλλά και των χρηστών, δηλαδή της κοινωνίας».

ERGONblog.gr με πληροφορίες από Grtimes.gr και kathimerini.gr