Το κουτί της Πανδώρας για την επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση ενδεχομένως να ανοίξουν οι τεχνολογικοί κολοσσοί και όχι οι μεγάλες τράπεζες, όπως συνέβαινε παραδοσιακά μέχρι σήμερα, σύμφωνα με απόσπασμα του βιβλίου «Don’t Be Evil: The Case Against Big Tech», της Ράνα Φορούχαρ, όπως δημοσιεύθηκε από τον Guardian.
Την τελευταία δεκαετία οι γίγαντες του κλάδου της τεχνολογίας, που φιλοξενούνται στη Σίλικον Βάλεϊ, έχουν συγκεντρώσει τεράστια ισχύ, η οποία είναι ανεξέλεγκτη λόγω έλλειψης κανονιστικού πλαισίου. Μετά την κρίση του 2008, οι κεντρικές τράπεζες μείωσαν τα επιτόκια δανεισμού με στόχο την αναθέρμανση της οικονομίας. Μεγάλοι κερδισμένοι από την κίνηση αυτή ήταν οι μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις, οι οποίες εκμεταλλευόμενες τα χαμηλά επιτόκια επαναγόρασαν τις μετοχές τους και διένειμαν μερίσματα στους επενδυτές.
Τα τελευταία δέκα χρόνια οι τεχνολογικοί κολοσσοί αποθηκεύουν το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών τους σε εταιρικά ομόλογα, τα οποία φυλάσσουν εκτός ΗΠΑ. Στο περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και έχοντας στη διάθεσή τους δισεκατομμύρια δολάρια σε κέρδη, οι τεχνολογικές εταιρείες εκδίδουν ομόλογα με χαμηλή απόδοση, ώστε να αγοράσουν ομόλογα άλλων εταιρειών με μεγαλύτερο ρίσκο, αλλά με υψηλότερη απόδοση. Σύμφωνα με έκθεση της Credit Suisse, το 80% των εταιρικών ομολόγων αξίας 1 τρισ. δολαρίων, που είναι αποθηκευμένα στο εξωτερικό, ελέγχεται από τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, Apple, Microsoft, Cisco, Oracle και Alphabet, μητρική της Google. Λόγω, όμως, έλλειψης κανονιστικού πλαισίου, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς ποιων εταιρειών τα ομόλογα έχουν αγοράσει και τι ύψους ομόλογα. Φέρονται, συνεπώς, ως τράπεζες, χωρίς ωστόσο να ελέγχονται εξίσου αυστηρά, όπως αναφέρει στο βιβλίο της η Φορούχαρ.
Έχοντας στην κατοχή τους τεράστιο μέρος των εταιρικών ομολόγων, οι τεχνολογικοί κολοσσοί παίζουν πλέον συστημικό ρόλο. Σε περίπτωση, δηλαδή, που πουλήσουν τα εταιρικά ομόλογα ή οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης τα υποβαθμίσουν, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα καταρρεύσει.
Η συγκέντρωση μεγάλης ισχύος σε λίγα χέρια ωθεί και άλλες επιχειρήσεις σε συγχωνεύσεις και εξαγορές ιδίως στους κλάδους της επικοινωνίας και των μέσων ενημέρωσης, προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν στο νέο περιβάλλον. Ως αποτέλεσμα, οι εταιρείες συσσωρεύουν τεράστια χρέη, στοιχείο που ιστορικά έχει αποδειχθεί ως η ισχυρότερη ένδειξη για ξέσπασμα κρίσης. Η ονομαστική αξία των εταιρικών ομολόγων έχει αυξηθεί κατά 70% την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας τα 10,17 τρισ. το 2018. Στην περίπτωση που αυξηθούν τα επιτόκια δανεισμού, πολλές επιχειρήσεις δεν θα βγάζουν αρκετά κέρδη, ώστε να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS). Η BIS προειδοποιεί ότι όταν αυξηθούν τα επιτόκια, θα σημειωθούν σοβαρότατες ζημίες, που θα επιβαρύνουν και θα παρασύρουν και τις λιγότερο ευάλωτες επιχειρήσεις.
Οι τεχνολογικές επιχειρήσεις απολαμβάνουν επιπλέον μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με άλλες εταιρείες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού τους απαρτίζεται από άυλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν είναι συνδεδεμένα με συγκεκριμένη τοποθεσία. Κατέχουν δεδομένα, ανθρώπινο κεφάλαιο, δικαιώματα ευρεσιτεχνίας και λογισμικό, που θα μπορούσαν να μετακινηθούν οπουδήποτε. Ωστόσο οι τράπεζες διστάζουν να δανείσουν χρήματα στις εν λόγω επιχειρήσεις, καθώς τα άυλα περιουσιακά στοιχεία θα εξαφανιστούν σε περίπτωση που καταρρεύσουν, σύμφωνα με το βιβλίο της Φορούχαρ.
Στην περίπτωση που πράγματι ξεσπάσει μία χρηματοπιστωτική κρίση, οι τεχνολογικές εταιρείες θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τις τράπεζες. Οι αποπληθωριστικές πιέσεις που ασκούν στην οικονομία έχουν υποχρεώσει τις κεντρικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά. Επομένως, στην περίπτωση κρίσης, οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν θα έχουν πλέον στο οπλοστάσιό τους τη δυνατότητα περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων δανεισμού, ένα μέτρο το οποίο παραδοσιακά χρησιμοποιείται για την αναθέρμανση της οικονομίας.
kathimerini.gr