Πρόσφατα, κυκλοφόρησε η έκθεση της World Bank Doing Business 2020, με στοιχεία 2019, όπου γίνεται μια κατάταξη των χωρών του κόσμου με βάση κριτήρια ευκολίας άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην κάθε χώρα. Η Ελλάδα βρίσκεται συνολικά σήμερα στην 79η θέση μεταξύ 190 χωρών, έχοντας υποχωρήσει κατά 19 θέσεις από το 2015, όταν βρισκόταν στην 60η θέση. Σημειώνεται, ταυτόχρονα, ότι η βαθμολογία της έχει βελτιωθεί από 66,9/100 το 2015 σε 68,4/100 το 2019. Σε συνδυασμό με την πτώση της στην κατάταξη κατά 19 θέσεις, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η ευκολία του επιχειρείν στην Ελλάδα βελτιώνεται αλλά με πολύ αργό ρυθμό και ανεπαρκή βήματα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μένει πίσω στη διαμόρφωση ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος συγκριτικά με άλλες χώρες, που βελτιώνουν τους δείκτες τους με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Στη σημερινή συγκυρία, η Ελλάδα καλείται να τρέξει για άλλη μια φορά ταχύτερα από τις άλλες χώρες, εάν το ζητούμενο είναι η χώρα να αναπτύξει επενδυτική δυναμική και να επιτύχει υψηλότερους βαθμούς ευημερίας. Τα στοιχεία της ανάλυσης είναι καταλυτικά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, συνολικά, η κατάσταση είναι περισσότερο ικανοποιητική στην έναρξη επιχείρησης, στην έκδοση άδειας οικοδομής, στην ηλεκτροδότηση και στην προστασία επενδυτών μειοψηφίας, και λιγότερο ικανοποιητική στο πλαίσιο πληρωμής φόρων επιχειρήσεων, στη χρηματοδότηση και στο διασυνοριακό εμπόριο. Υπάρχουν, όμως, τεράστια περιθώρια βελτίωσης στη μεταγραφή ακίνητης περιουσίας, στην τήρηση συμβολαίων και στη διαχείριση πτώχευσης, τομείς που έχουν επηρεασθεί και από την μεγάλη κρίση και ύφεση που υπέστη η χώρα την τελευταία δεκαετία. Ενδεικτικά, οι τομείς στους οποίους απαιτείται πρόσθετη προσπάθεια είναι οι εξής:
Η έναρξη επιχείρησης, ενώ πέρυσι έπαιρνε 12,5 ημέρες, σήμερα παίρνει 4 ημέρες, αν και στη Ν. Ζηλανδία γίνεται σε μισή ημέρα. Η έκδοση άδειας οικοδομής (για μια αποθήκη) απαιτεί 17 διαδικασίες και 180 ημέρες, ενώ στις πιο αποτελεσματικές χώρες 7 διαδικασίες, και στη Ν. Κορέα ολοκληρώνεται σε 27,5 ημέρες, με το όλο πλαίσιο διασφάλισης της ποιότητας των κατασκευών να είναι σχετικά υψηλής ποιότητας στην Ελλάδα. Η ηλεκτροδότηση (για μια αποθήκη) παίρνει 51 ημέρες, ενώ γίνεται σε 7 ημέρες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με την αξιοπιστία της παρεχόμενης υπηρεσίας να είναι σχετικά υψηλή. Η μεταγραφή ακίνητης περιουσίας απαιτεί 11 διαδικασίες και 26 ημέρες, όταν αυτό γίνεται με 1 διαδικασία και σε 1 ημέρα σε πολλές χώρες, με τη συνολική ποιότητα/αποτελεσματικότητα να βαθμολογείται με 4,5 στα 30 στην Ελλάδα, με πολλές χώρες να βαθμολογούνται κοντά στο 30, και με τη βαθμολόγηση αυτή να προέρχεται εξίσου από τη χαμηλή αξιοπιστία υποδομών, διαφάνειας πληροφόρησης, γεωγραφική κάλυψη και επίλυση κτηματικών διαφορών. Η χρηματοδότηση βαθμολογείται με 9 στα 20 με πολλές χώρες στο 20, με τη χαμηλή βαθμολόγηση να επηρεάζεται καταλυτικά από την ποιότητα προστασίας των νομικών δικαιωμάτων πιστούχων και πιστωτών (ενέχυρα, αθέτηση υποχρεώσεων), παρά την υψηλή βαθμολογία στην πληρότητα/ποιότητα πιστωτικών στοιχείων. Η προστασία επενδυτών μειοψηφίας βαθμολογείται με 35 στα 50, κυρίως λόγω χαμηλής βαθμολογίας στην ευθύνη μελών Δ.Σ. όσον αφορά στη σύγκρουση συμφερόντων, και στην ευκολία προσφυγής στη δικαιοσύνη κατά μέλους διοικητικού συμβουλίου από μέτοχο όσον αφορά στην εταιρική διακυβέρνηση, με όλες τις άλλες παραμέτρους να βαθμολογούνται με ικανοποιητικό τρόπο. Το πλαίσιο πληρωμής φόρων παντός είδους απαιτεί σχετικά μεγάλες παρεμβάσεις. Ο τύπος επιχείρησης με συγκεκριμένες υποθέσεις λειτουργίας, που χρησιμοποιείται στην ανάλυση για λόγους διεθνούς συγκρισιμότητας, στην Ελλάδα πληρώνει φόρους 8 φορές το χρόνο, δεσμεύοντας 193 ώρες το χρόνο, όταν σε πιο αποτελεσματικές χώρες αυτό δεν υπερβαίνει τις 3 φορές το χρόνο. Η συνολική φορολογική επιβάρυνση ανέρχεται σε 52% των κερδών (έναντι 40% στη μέση χώρα του ΟΟΣΑ), ο φόρος επί των κερδών σε 23% (έναντι 15% στον ΟΟΣΑ) και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης σε 28,3% (έναντι 23,5% στον ΟΟΣΑ). Τέλος, ο χρόνος που απαιτείται για επιστροφή ΦΠΑ είναι 32 εβδομάδες στην Ελλάδα, 15 εβδομάδες στον ΟΟΣΑ και 2 εβδομάδες στην Εσθονία.
Οι μεγάλες αυτές διαφορές της φορολογικής επιβάρυνσης και συμμόρφωσης στην Ελλάδα από τους μέσους όρους των χωρών του ΟΟΣΑ συνιστούν ανταγωνιστικό μειονέκτημα πρώτου μεγέθους, που πλήττει την κερδοφορία και τις επενδύσεις. Στο διασυνοριακό εμπόριο, όσον αφορά στις εισαγωγές υπάρχουν άριστες πρακτικές. Στις εξαγωγές, όμως, τα προβληματικά σημεία εστιάζονται στο χρόνο και το κόστος συμμόρφωσης με τις τελωνειακές διαδικασίες (24 ώρες στην Ελλάδα, 13 ώρες στον ΟΟΣΑ και, αντιστοίχως, USD 300 στην Ελλάδα έναντι USD 150 στον ΟΟΣΑ). Στην τήρηση συμβολαίων, για μια εμπορική διαμάχη που εκδικάζεται σε πρωτοδικείο, απαιτούνται 1711 ημέρες (έναντι 584 ημερών στον ΟΟΣΑ) για να ολοκληρωθεί η διαδικασία επίλυσης της διαφοράς, έχοντας αυξηθεί από 1000 ημέρες πριν την κρίση. Μια απαίτηση πληρωμής μέσω εξώδικου παίρνει 60 ημέρες στην Ελλάδα, 36 ημέρες στον ΟΟΣΑ και 6 ημέρες στη Σιγκαπούρη. Ο χρόνος που καταναλώνεται πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά τη δικαστική διαδικασία ανέρχεται σε 1400 ημέρες, 415 ημέρες στον ΟΟΣΑ, 90 ημέρες σε πολλές χώρες και 1420 ημέρες στο Αφγανιστάν! Η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης παίρνει 251 ημέρες έναντι 133 ημερών στον ΟΟΣΑ, με το κόστος να είναι περίπου το ίδιο (με τα δικηγορικά έξοδα να είναι χαμηλότερα και τα δικαστικά έξοδα πολύ υψηλότερα). Τέλος, στη διαχείριση πτώχευσης, το αποτέλεσμα της διαδικασίας σχεδόν πάντα είναι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας να πωλούνται τμηματικά, όταν ο κανόνας στον ΟΟΣΑ είναι η εταιρεία να πωλείται ως συνεχιζόμενη δραστηριότητα, ενώ το ποσοστό ανάκτησης υπέρ των πιστωτών υπολογίζεται σε 32 σεντς στο δολάριο στην Ελλάδα (45 σεντς στο δολάριο πριν την κρίση) έναντι 68 σεντς στο δολάριο στον ΟΟΣΑ, και, ο χρόνος της διαδικασίας πτώχευσης ανέρχεται σε 3,5 χρόνια στην Ελλάδα (από 2 χρόνια πριν την κρίση) έναντι 1,8 χρόνια στον ΟΟΣΑ, με την όλη διαδικασία να είναι πλήρως αναποτελεσματική καθώς καταστρέφονται περιουσιακά στοιχεία και χάνονται θέσεις εργασίας.
Ίσως έχει έρθει, πλέον, η ώρα να αναγνωρίσουμε ότι το θεσμικό μας πλαίσιο, ιδίως όσον αφορά στη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας, την απονομή δικαιοσύνης και το πτωχευτικό δίκαιο, απαιτεί μια σημαντική αναβάθμιση. Υπολογίζεται ότι εάν ευθυγραμμισθούν ορισμένοι παράμετροι με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, για παράδειγμα, ο αριθμός των διαδικασιών στη μεταγραφή ακινήτων να γίνουν 4,8 από 11 σήμερα, ο χρόνος απονομής δικαιοσύνης να μειωθεί σε 584 ημέρες από 1711 σήμερα, και το ποσοστό ανάκτησης υπέρ των πιστωτών να αυξηθεί σε 68,3 σεντς στο δολάριο από 32 σήμερα, τότε η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί στην 51η θέση από την 79η θέση σήμερα! Η πολιτεία πρέπει να δώσει άμεσες λύσεις στα θεσμικά αδιέξοδα που ταλαιπωρούν τη χώρα και δημιουργούν ένα μη φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον. Βεβαίως, οι αναποτελεσματικότητες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σχετίζονται με τη διαιώνιση συντεχνιακών συμφερόντων και προσοδοθηρικών πρακτικών, περιλαμβανομένης της δημόσιας διοίκησης που εμποδίζει παρά διευκολύνει τις επιχειρήσεις, καλλιεργώντας το έδαφος, έτσι, σε φαινόμενα αδιαφάνειας και διαφθοράς. Τέτοιες πρακτικές και τέτοια φαινόμενα δεν μπορεί να έχουν θέση σε μια σύγχρονη οικονομία που ανταγωνίζεται την παγκόσμια αγορά. Ο ΣΕΒ έχει πολλές φορές επιχειρηματολογήσει για την αναγκαιότητα των αλλαγών αυτών. Μπορεί οι μεταρρυθμίσεις να απαιτούν τεχνικές λύσεις, αλλά η σχετική απραξία δεν οφείλεται στην άγνοια αυτών των τεχνικών.
Στο πλαίσιο αυτό, η διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως πχ. με το πρόσφατο αναπτυξιακό νομοσχέδιο του Υπουργείου Ανάπτυξης που ψηφίσθηκε στη Βουλή, στο βαθμό που θα εφαρμοσθεί με άρτιο και ταχύ τρόπο, και η εφαρμογή του δεν θα κολλήσει στην έκδοση κοινών υπουργικών αποφάσεων, συμβάλει στην αύξηση της οικονομικής ευημερίας. Η προσπάθεια, όμως, πρέπει να συνεχισθεί και να ενταθεί, καθώς βρισκόμαστε στην αρχή. Πρωταρχικός στόχος θα πρέπει να είναι η σταθερή βελτίωση της θέσης της χώρας στη διεθνή κατάταξη ευκολίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ας διευκολύνουμε, λοιπόν, κι’ άλλο τις επιχειρήσεις, αν θέλουμε να δούμε προκοπή!
Η βελτίωση των προσδοκιών στη βιομηχανία για 2ο συνεχόμενο μήνα τον Οκτώβριο του 2019, παρά τις πτωτικές τάσεις στην Ευρώπη και διεθνώς, αντισταθμίστηκε από μικρή υποχώρηση των προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο και τις υπηρεσίες, ενώ η αισιοδοξία των νοικοκυριών μετριάζεται ελαφρά, όπως συμβαίνει κατά κανόνα μετά από τις εκλογές. Με βάση αυτές τις εξελίξεις, ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώθηκε στις 106,7 μονάδες από 107,2 μονάδες τον προηγούμενο μήνα, ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα (-8,4 μονάδες). Την ίδια ώρα, ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων σημείωσε άνοδο +1,1% τον Αύγουστο του 2019, περιορίζοντας τις απώλειες συνολικά κατά το διάστημα Ιαν – Αυγ 2019 σε -1,1%. Παράλληλα, οι συνθήκες στον τραπεζικό τομέα βελτιώνονται περαιτέρω, με τις καταθέσεις των νοικοκυριών να αυξάνονται κατά €101 εκατ. τον Σεπτέμβριο του 2019 και τον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις να επιβραδύνεται (+2,2%), αν και παραμένει σε θετικά και αυξανόμενα επίπεδα για 10ο συνεχόμενους μήνες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα πρόσφατα αυτά στοιχεία δεν συνιστούν ακόμη σαφή αντιστροφή των μικτών τάσεων που επικρατούν από την αρχή του χρόνου, κάτι που αναμένεται να συμβεί το επόμενο διάστημα.