Εκδηλος είναι ο προβληματισμός στα επιτελεία των μεγαλύτερων κατασκευαστικών ομίλων της χώρας αναφορικά με το πώς θα αντιμετωπίσουν το κύμα προσφυγών που αναμένεται να αρχίσει πλέον να μεγαλώνει, μετά την απόφαση που εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) για τον διαγωνισμό του έργου Ακτιο - Αμβρακία, ύψους 150 εκατ. ευρώ, που είχε αρχικά κατακυρωθεί στην κοινοπραξία των «Ακτωρ» και ΤΕΡΝΑ από το υπ. Υποδομών. Επειτα από σχετική προσφυγή της ιταλικής GD Infrastrutture, που συνεργάζεται με τη Μηχανική του Πρ. Εμφιετζόγλου, το ΣτΕ έκρινε ότι η κοινοπραξία απέκρυψε κρίσιμες πληροφορίες από την αναθέτουσα αρχή, η οποία, αν τις γνώριζε, θα μπορούσε να είχε λάβει διαφορετική απόφαση.
Το ζήτημα περιστρέφεται γύρω από τον τρόπο συμπλήρωσης του Ενιαίου Εγγράφου Σύμβασης κατά την υποβολή της προσφοράς. Σε αυτό, και συγκεκριμένα στο ερώτημα αν οι εταιρείες έχουν συμμετάσχει σε πρακτικές στρέβλωσης του ανταγωνισμού ή σε άλλο σοβαρό επιχειρηματικό παράπτωμα, εκείνες απάντησαν «όχι», αντί για «ναι». Εφόσον δήλωναν «ναι», θα καλούνταν να περιγράψουν τα μέτρα και τις ενέργειες που έλαβαν για να αποδείξουν τη συμμόρφωση και την αυτοκάθαρση που έχουν πραγματοποιήσει. Στη συνέχεια, τα μέτρα αυτά θα αξιολογούνταν από την επιτροπή του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, το ΣτΕ δέχθηκε την προσφυγή της GD Infrastrutture, που είναι ο αμέσως επόμενος μειοδότης, και πλέον η τύχη του διαγωνισμού θα κριθεί σε επόμενη δίκη, καθώς η εταιρεία έχει καταθέσει και αίτηση ακύρωσης της σχετικής απόφασης του υπουργείου με την οποία το έργο ανατέθηκε στις «Ακτωρ» - ΤΕΡΝΑ.
Σύμφωνα με πηγές των εμπλεκόμενων εταιρειών, η παραπάνω απόφαση είναι το πρώτο στάδιο της σχετικής διαδικασίας και δεν εγγυάται και το τελικό αποτέλεσμα, αν και, όπως σημειώνουν νομικοί κύκλοι, είναι εξαιρετικά σπάνιο σε τέτοιες υποθέσεις να ανατραπεί η αρχική απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, δεν παύει να περιπλέκεται η κατάσταση, όχι μόνο στο συγκεκριμένο έργο, αλλά και σε όλους τους άλλους διαγωνισμούς στους οποίους έχουν προκύψει προσωρινές ανάδοχοι εταιρείες που είχαν εμπλακεί στη σχετική υπόθεση του «καρτέλ» και έχουν συμμετάσχει στη διαδικασία διευθέτησης της Επ. Ανταγωνισμού για τη μείωση του προστίμου.
Γι’ αυτό, άλλωστε, τους τελευταίους μήνες οι κατασκευαστικές εταιρείες σπεύδουν να απαντήσουν θετικά στη σχετική ερώτηση του Ενιαίου Εγγράφου Σύμβασης, εξηγώντας τα μέτρα που έχουν λάβει. Η αλλαγή στάσης εντοπίζεται κυρίως από το φθινόπωρο του 2018 και μετά, όταν δημοσιοποιήθηκε –και αποκάλυψε η «Κ»– η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για παρόμοια υπόθεση στη Γερμανία. Με βάση αυτή προέκυψε ότι η τριετία κατά την οποία οι εμπλεκόμενες εταιρείες οφείλουν να τεκμηριώνουν την αξιοπιστία τους σε διαγωνισμούς δημοσίων έργων θα πρέπει να υπολογίζεται από την ημερομηνία έκδοσης της σχετικής απόφασης, κάτι που στην περίπτωση της Ελλάδας καλύπτει την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2017 έως και τον αντίστοιχο μήνα του 2020.
Εως τότε υπήρχε η αντίληψη ότι η τριετία είχε παρέλθει, καθώς αφορούσε το διάστημα τέλεσης των αδικημάτων, δηλαδή από το 2012 έως το 2015 (για τα οποία επιβλήθηκαν και τα σχετικά πρόστιμα), με αποτέλεσμα να μην κρίνεται απαραίτητη η σχετική τεκμηρίωση της αξιοπιστίας.
Ακόμα κι έτσι, βέβαια, το επόμενο στάδιο της «μάχης» θα αφορά το ποια είναι τα απαιτούμενα μέτρα αυτοκάθαρσης προκειμένου να τεκμηριώνεται η αξιοπιστία του εκάστοτε υποψηφίου για την ανάληψη δημόσιου έργου. Η σχετική επιτροπή που έχει συσταθεί με εκπροσώπους του υπ. Οικονομικών, του υπ. Δικαιοσύνης και του υπ.
Υποδομών δεν έχει καν συνεδριάσει, ενώ ουδείς γνωρίζει το πώς ακριβώς θα θωρακιστεί νομικά το όλο εγχείρημα, καθώς είναι πιθανό, ακόμα και μετά την αξιολόγηση των μέτρων αυτοκάθαρσης, να γίνουν νέες προσφυγές, με στόχο αυτά να κριθούν ανεπαρκή.
kathimerini.gr