Πώς θα χρηματοδοτηθεί το «επενδυτικό άλμα»

Για την ανάγκη ενός «επενδυτικού σοκ», με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν χρόνιες και διαρθρωτικές επιπτώσεις στο δυνητικό προϊόν λόγω της παρατεταμένης ύφεσης, καθώς και το φαινόμενο της υστέρησης του προϊόντος (output hysteresis) κάνει λόγο στην έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδας.

Οι συνθήκες ωστόσο, είναι δύσκολες, κυρίως λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, παρατηρεί η ΤτE και υπογραμμίζει ότι εάν υποθέσουμε μια αύξηση των ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου των επιχειρήσεων με ετήσιο ρυθμό 8% (ο μέσος όρος προ κρίσης) και αμετάβλητο το τρέχον επίπεδο αποσβέσεων, θα χρειαστούν έξι χρόνια για να εξαλειφθεί το επενδυτικό κενό και εννιά χρόνια για να επιστρέψει το απόθεμα κεφαλαίου των επιχειρήσεων στα προ κρίσης επίπεδα του 2008.


Επενδυτικό κενό ύψους 6,5 δισ. ευρώ

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες υπολογίζονται ως η διαφορά μεταξύ των ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου και των αποσβέσεων παραμένουν αρνητικές από τα μέσα του 2009, παρά τις έντονες διακυμάνσεις τους. Συγκεκριμένα, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου μειώθηκαν έντονα μετά την κρίση του 2008, τόσο επειδή περιορίστηκε ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου όσο και επειδή αυξήθηκαν οι αποσβέσεις. Στο τέλος του 2016, το επενδυτικό κενό των επιχειρήσεων ανερχόταν σε περίπου 6,5 δισ. ευρώ ή 3,6% του ονομαστικού ΑΕΠ.

Η αύξηση του ρυθμού απόσβεσης πιθανώς οφείλεται σε μεταβολές στη σύνθεση του αποθέματος κεφαλαίου που σχετίζονται με τη συρρίκνωση του κατασκευαστικού κλάδου, αλλά και με το κύμα πτωχεύσεων επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα λόγω της κρίσης. Γενικά, ο υψηλός ρυθμός απόσβεσης, ceteris paribus, συνεπάγεται μεγαλύτερη ανάγκη για επενδύσεις αντικατάστασης κεφαλαιακού εξοπλισμού, προκειμένου να διατηρηθεί το απόθεμα κεφαλαίου σταθερό. Η αύξηση του αποθέματος κεφαλαίου ―και συνεπώς της δυνητικής ανάπτυξης― προϋποθέτει θετικές καθαρές επενδύσεις.


Κατάρρευση επενδύσεων και χρηματοδότησης

Από την ανάλυση της ΤτΕ, προκύπτει ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις) συρρικνώθηκαν σημαντικά την τελευταία δεκαετία από 21% του ΑΕΠ το 2006 σε 7% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές. Το μεγαλύτερο ποσοστό της μείωσης αυτής οφείλεται σε συρρίκνωση των επενδύσεων των νοικοκυριών (από 14% του ΑΕΠ το 2006 σε 2% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές), κυρίως για κατοικίες.

Αντίστοιχα, οι επιχειρηματικές επενδύσεις παρουσίασαν μικρή μείωση, από 7% του ΑΕΠ το 2006 σε 5% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές, παραμένοντας ωστόσο σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2016 οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ αντιστοιχούσαν σε 12% του ονομαστικού ΑΕΠ.

Παράλληλα, την τελευταία δεκαετία η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα συρρικνώθηκε ραγδαία από 34% του ΑΕΠ το 2006 σε 2% του ΑΕΠ το 2016 σε τρέχουσες τιμές. Η μεγάλη αυτή μείωση προήλθε τόσο από τον περιορισμό της “εσωτερικής χρηματοδότησης” του ιδιωτικού τομέα από ιδίους πόρους (ακαθάριστη αποταμίευση) όσο και από την κατάρρευση της “εξωτερικής χρηματοδότησής” του από την εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η μείωση της χρηματοδότησης με τη μορφή δανείων, κυρίως από τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα, με την πιστωτική επέκταση να παρουσιάζει αρνητικό ρυθμό από το 2010.

Μολονότι θα χρειαστεί χρόνος να ανακάμψουν οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου, δεδομένου του υψηλού ρυθμού απόσβεσης, ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι το ύψος των αποσβέσεων παραμένει στάσιμο τα τελευταία χρόνια (μολονότι σε πολύ υψηλά επίπεδα). Συνεπώς, οποιαδήποτε επιδείνωση του επενδυτικού κενού οφείλεται αποκλειστικά στην έλλειψη νέων επενδύσεων.

Για το λόγο αυτό, έμφαση θα πρέπει να δοθεί όχι μόνο στην εξάλειψη των υπαρχόντων θεσμικών και οικονομικών εμποδίων, αλλά και στην παροχή σημαντικών επενδυτικών κινήτρων, προκειμένου οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων να επιταχυνθούν άμεσα και αποφασιστικά.


Χαμηλή η εξωτερική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων

Την ίδια στιγμή, κατά τη διάρκεια της κρίσης, η συνολική χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων μειώθηκε περίπου στο ήμισυ ως ποσοστό του ΑΕΠ, από ένα μέγιστο 25% του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο του 2008 σε 12% του ΑΕΠ το δ’ τρίμηνο του 2016, ή από 60 δισ. ευρώ σε 21 δισ. ευρώ σε ετήσιους όρους (κινητό άθροισμα τεσσάρων τριμήνων).

Η βασική αιτία αυτής της πτώσης ήταν η έντονη μείωση της εξωτερικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, η οποία μάλιστα εμφάνισε αρνητική ροή από τα τέλη του 2011 μέχρι τα τέλη του 2015. Έκτοτε η εξωτερική χρηματοδότηση έχει ανακάμψει, αλλά παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ εκ νέου επιδείνωση παρατηρήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2016.


Η εναλλακτικές επιλογές

Σε ένα περιβάλλον έλλειψης εγχώριου τραπεζικού δανεισμού και αυστηρότερων πιστοδοτικών κριτηρίων, οι επιχειρήσεις μετά την κρίση στράφηκαν, πέρα των ιδίων πόρων τους, σε εναλλακτικές μορφές εξωτερικής χρηματοδότησης για την κάλυψη των χρηματοδοτικών τους αναγκών.

Μεταξύ αυτών των εναλλακτικών μορφών, οι επιχειρήσεις άντλησαν κεφάλαια κυρίως από μη τραπεζικά δάνεια, δηλαδή τα δάνεια από εγχώρια λοιπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς επίσης και από δάνεια από το εξωτερικό, στην πλειοψηφία τους ενδοομιλικά δάνεια και ομολογιακά δάνεια. Παράλληλα, αντλήθηκε χρηματοδότηση από μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο μετοχές, ενώ ιδιαίτερα υποτονική παρέμεινε η έκδοση εταιρικών ομολόγων και εισηγμένων μετοχών στην εγχώρια αγορά.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του συνόλου των επιχειρήσεων, επλήγησαν δυσανάλογα από τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των εγχώριων τραπεζικών χορηγήσεων, καθώς βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στον τραπεζικό δανεισμό ως την κύρια μορφή εξωτερικής χρηματοδότησής τους, συγκριτικά με τις μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση.


Περιορισμένη η δυνατότητα εσωτερικής χρηματοδότησης

Η δυνατότητα εσωτερικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την ΤτΕ παραμένει σχετικά περιορισμένη. Η ακαθάριστη αποταμίευσή τους ―η οποία μερικώς διατηρήθηκε, υποβοηθούμενη από τη συμπίεση του μισθολογικού κόστους ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας― λειτουργεί επί του παρόντος ως “ανάχωμα” (buffer) κατά της οικονομικής αβεβαιότητας.

Η ενίσχυση της κερδοφορίας και της αποταμίευσης των επιχειρήσεων, καθώς η οικονομία θα ανακάμπτει και η αβεβαιότητα θα μειώνεται, συνεπάγεται περισσότερους ιδίους πόρους για επενδύσεις μελλοντικά, ενισχύοντας το θετικό ανατροφοδοτικό κύκλο μεταξύ επενδύσεων και ανάπτυξης.

Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα υπάρχουν ενδείξεις βελτίωσης των συνθηκών εξωτερικής χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις, δημιουργώντας ευνοϊκές προϋποθέσεις για την τόνωση των επενδύσεών τους. Ο ρυθμός της εγχώριας τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης σταθεροποιήθηκε το 2016 σε σύγκριση με το 2015 και το 2014, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, αύξηση παρουσίασε η χρηματοδότηση μέσω μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών.

Επισημαίνεται ότι η τάση αύξησης των μη ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο (για φόρους), τους προμηθευτές και τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης τα τελευταία τρίμηνα, ενώ έμμεσα υποβοηθά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, δεν αποτελεί υγιή και διατηρήσιμη πρακτική και δεν αφορά απαραίτητα εύρωστες επιχειρήσεις.


Μέτρα για την ενίσχυση της εξωτερικής χρηματοδότησης

Για να μπορέσει όμως να υπάρξει ένα επενδυτικό άλμα, χρειάζονται μέτρα για την περαιτέρω ενίσχυση της εξωτερικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Εστιάζοντας στις εγχώριες πηγές χρηματοδότησης, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της πιστοδοτικής ικανότητας του τραπεζικού τομέα, λόγω της αποφασιστικής σημασίας του ως πηγής κεφαλαίων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στην απελευθέρωση πόρων για τη χρηματοδότηση της υγιούς επιχειρηματικότητας και τη στροφή προς καινοτόμους και εξαγωγικούς κλάδους. Καίριας σημασίας είναι η διευκόλυνση της παροχής οικονομικής στήριξης σε νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups), οι οποίες παρουσιάζουν υψηλότερη δυναμικότητα σε σύγκριση με τις ήδη εδραιωμένες και δύνανται να συμβάλλουν σημαντικά στην αύξηση της απασχόλησης.

Δευτερευόντως, θα πρέπει να αξιοποιηθούν πλήρως τόσο οι ευκαιρίες για βάθυνση των τοπικών κεφαλαιαγορών και διασύνδεσή τους με το εξωτερικό ―όπως αυτές προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από το σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ένωση των κεφαλαιαγορών στην ΕΕ μέχρι το 2019― όσο και οι κοινοτικές πρωτοβουλίες για καλύτερη πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε δανεισμό από τις κεφαλαιαγορές ή σε εναλλακτική χρηματοδότηση (π.χ. crowdfunding, business angels, venture capital).

Επίσης, η ανάπτυξη και ενδυνάμωση της αγοράς ελληνικών εταιρικών ομολόγων που θα εκδίδονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει μια ακόμα πηγή χρηματοδότησης, τουλάχιστον για τις μεγάλες επιχειρήσεις που μπορούν να απορροφήσουν το πάγιο κόστος έκδοσης. Βεβαίως, η πορεία της αγοράς αυτής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απαιτούμενη βελτίωση του οικονομικού κλίματος της χώρας.

Παρ’ όλα αυτά, οι εγχώριες πηγές χρηματοδότησης μάλλον δεν επαρκούν μελλοντικά για ένα σημαντικό άλμα των επιχειρηματικών επενδύσεων, καθιστώντας αναγκαία μια επιθετική πολιτική προσέλκυσης κεφαλαίων από το εξωτερικό, κυρίως μέσω στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων.

Προς το σκοπό αυτό, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην προώθηση των συγχρηματοδοτούμενων έργων, με συστηματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων των διαρθρωτικών ταμείων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, καθώς και άλλων προγραμμάτων όπως αυτά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

Σταμάτης Ζησίμου
euro2day.gr

Εγγραφείτε στο newsletter για τα τελευταία επιχειρηματικά και επενδυτικά νέα