Σχέδια για «restart» στην ελληνική κλωστοϋφαντουργία

του Στέφανου Κοτζαμάνη |

Με τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ελληνικής κυβέρνησης σχεδιάζεται η «επιστροφή» της πάλαι ποτέ λοκομοτίβας της εγχώριας οικονομίας. Οι δηλώσεις παραγόντων της αφοράς, οι τελευταίες εξελίξεις και τα εμπόδια.

Μετά από δύο δεκαετίες χαρακτηριστικής αδιαφορίας των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πορεία του κλάδου, η κλωστοϋφαντουργία φαίνεται πως επανέρχεται στο προσκήνιο, με εγχώριους και ξένους αξιωματούχους να αναζητούν τρόπους «αναστήλωσης» του κλάδου στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της Επιλέκτου κ. Ευριπίδη Δοντά, πως «η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται να έχει κατανοήσει τη σημασία της παραγωγής προκειμένου να ανακάμψει ουσιαστικά η οικονομία και ειδικότερα έχει διαπιστώσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα στο μέτωπο της κλωστοϋφαντουργίας, σημαντικότερο εκ των οποίων είναι η παραγωγή βάμβακος. Εκτός όμως από την κυβέρνηση, έχουμε τόσο την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και ιδιωτικούς φορείς να αναδεικνύουν και αυτοί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του κλάδου και την ανάγκη ενίσχυσής του. Φαίνεται λοιπόν πως υπάρχει μια κατεύθυνση να στηριχτεί ο κλάδος με τρόπους αποδεκτούς από την Ε.Ε., προκειμένου να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Ο Όμιλος μας μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία».

Ανάλογο τόνο είχαν επίσης και οι δηλώσεις του νέου Γενικού Γραμματέα Βιομηχανίας κ. Στρατή Ζαφείρη που θεωρεί ως ενδιαφέρον το σχέδιο επαναλειτουργίας της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, συμπληρώνοντας ότι:

Πρώτον, με την επαναλειτουργία της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας θα στείλουμε ένα μήνυμα ότι αντί να κλείνουν παραγωγικές μονάδες, ανοίγουν.

Και δεύτερον, αξιοπρόσεκτο στοιχείο είναι πως το σχέδιο επαναλειτουργίας προβλέπει εστίαση όχι σε μαζικό προϊόν, αλλά σε εξειδικευμένο, υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Ο οικονομολόγος (και πρώην βουλευτής) κ. Κώστας Λαπαβίτσας θεωρεί πως η κίνηση που επιχειρείται να γίνει στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία μπορεί να δώσει νέα πνοή στην ελληνική βιομηχανία και πως ανάπτυξη χωρίς τη συμβολή του δευτερογενή τομέα δεν μπορεί να επιτευχθεί.

Από την πλευρά του ο κ. Γιάννης Μουσουλίδης τελευταίος πρόεδρος της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας και κεντρικό πρόσωπο στην προσπάθεια επαναλειτουργίας της, αναφέρεται στην έντονη κινητικότητα που επικρατεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον κλωστοϋφαντουργικό κλάδο, σημειώνοντας τις μεγάλες επενδύσεις που γίνονται στην Ευρώπη των 28, αλλά και το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η 8η παραγωγός χώρα βάμβακος στον κόσμο, παράγοντας μάλιστα το 95% της ευρωπαϊκής παραγωγής: «γιατί λοιπόν ενώ διαθέτουμε αυτό το πλεονέκτημα να αφήσουμε ολόκληρο το δευτερογενή τομέα να καταρρεύσει;» αναρωτήθηκε ο κ. Μουσουλίδης.
Εξελίξεις και εμπόδια

Πέρα όμως από το ζήτημα της επαναλειτουργίας τριών εργοστασίων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας (δύο στη Ροδόπη και ένα στη Νάουσα) θέμα χρόνου φαίνεται πως είναι και η εκ νέου δραστηριοποίηση της Κλωστήρια Κιλκίς, θυγατρικής του Ομίλου Ελληνική Υφαντουργία.

Ειδικότερα, πιστώτριες τράπεζες και βασικός μέτοχος (οικογένεια Ακκά) φαίνεται να έχουν συμφωνήσει σε ένα σχέδιο επαναλειτουργίας μέσα από την διαδικασία του άρθρου 106β (το θέμα εκδικάστηκε και αναμένεται η θετική απόφαση) και στην παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης. Όσο για την λειτουργία του εργοστασίου της μητρικής εταιρείας (Ελληνική Υφαντουργία) στη Θεσσαλονίκη (ύφασμα denim) αυτή σχεδιάζεται σε επόμενο χρονικό στάδιο και κάτω από προϋποθέσεις.

Να σημειωθεί επίσης πως στις αρχές του 2014 επαναλειτούργησε και η μονάδα παραγωγής νήματος της Κλωστοϋφαντουργίας Ναυπάκτου, που είχε αναστείλει τη λειτουργία της πριν από τρία χρόνια.

Πώς όμως θα μπορούσε να στηριχτεί η επανεκκίνηση της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας;

Σύμφωνα με τον κ. Ευριπίδη Δοντά, το μεγαλύτερο πρόβλημα του κλάδου είναι το πολύ υψηλότερο κόστος της ενέργειας σε σχέση με τις αντίστοιχες επιβαρύνσεις των ανταγωνιστών στο εξωτερικό. «Η Ελλάδα έχει φτηνή ενέργεια, αλλά λόγω μιας σειράς στρεβλώσεων, η τελική χρέωση των πελατών είναι μεγάλη. Και φυσικά αναφέρομαι στο κόστος των καυσίμων συνολικά, πράγμα που δεν περιλαμβάνει μόνο τη ΔΕΗ, αλλά όλο το σύστημα όπως τα δίκτυα και το φυσικό αέριο. Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι το υψηλό μη μισθολογικό κόστος, που είναι πολύ μεγαλύτερο από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ».

Στην ανάγκη μείωσης του ενεργειακού κόστους για τον κλάδο αναφέρθηκε και άλλος βασικός μέτοχος εισηγμένης εταιρείας, συμπληρώνοντας: «Δεν έχει κανένα νόημα να περιορίσουμε κι άλλο τις ήδη χαμηλές αποδοχές των εργαζομένων του κλάδου. Ήδη υποαμείβονται για τη δουλειά που κάνουν και την τεχνογνωσία που διαθέτουν».

Από την πλευρά του ο κ. Γιάννης Μουσουλίδης αναφέρει: «Όσο και να μειώσεις το κόστος εργασίας, όσο και να περιοριστεί το κόστος της ενέργειας, δεν μπορεί μια εταιρεία να κερδίζει παράγοντας προϊόντα για τα οποία δεν υπάρχει ζήτηση. Το κρίσιμο στοιχείο είναι να παραχθούν προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας που δεν μπορούν να παράγουν οι ανταγωνίστριες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και που ζητούν οι Ευρωπαίοι».

Όλοι βέβαια οι παράγοντες της αγοράς αναφέρονται και σε πολλά άλλα εμπόδια, όπως η έλλειψη χρηματοδότησης, το υψηλό κόστος του χρήματος, μια σειρά έμμεσων επιβαρύνσεων από φορολογίες και οι μεγάλες καθυστερήσεις στην επιστροφή του ΦΠΑ των εξαγωγών.



euro2day.gr