Επιπλέον 12,2 δισ. ετησίως μπορεί να προσφέρει ο αγροδιατροφικός τομέας

Συνολικό ετήσιο όφελος 12,2 δισ. ευρώ ή 6,9% του ΑΕΠ και 200.000 θέσεις εργασίας θα μπορούσε να προσφέρει ο αγροδιατροφικός τομέας στην ελληνική οικονομία. Απαραίτητη προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να εξαρτάται η αγροτική δραστηριότητα περισσότερο από την υψηλή τεχνολογία, να δοθεί έμφαση στην παραγωγή επώνυμων, τυποποιημένων προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία και να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας των συνεταιρισμών. Τις προοπτικές αλλά και τις στρεβλώσεις του αγροδιατροφικού τομέα στην Ελλάδα εξετάζει κλαδική μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.

Συγκεκριμένα, βάσει υποδειγμάτων της ΕΤΕ σε παγκόσμιο δείγμα σχεδόν 170 χωρών, εκτιμήθηκε ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την τεχνολογία παραγωγής, τον βαθμό τυποποίησης των προϊόντων και τον τρόπο λειτουργίας των συνεταιρισμών θα μπορούσε να αυξήσει την άμεση συνεισφορά του αγροδιατροφικού τομέα στο ΑΕΠ κατά 9,1 δισ. ετησίως (3,6 δισ. μέσω αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής γης και 5,5 δισ. μέσω αύξησης του βαθμού τυποποίησης των προϊόντων). Καθώς η αυξημένη αυτή δραστηριότητα θα οδηγούσε σε επιπλέον έμμεσο όφελος της τάξης των 3,1 δισ. ευρώ (σε τομείς όπως οι προμήθειες πρώτων υλών αγροτικής παραγωγής, συσκευασία τροφίμων, κ.ά.), το συνολικό ετήσιο όφελος εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα 12,2 δισ. ευρώ (ή 6,9% του ΑΕΠ), δημιουργώντας δυνητικά περίπου 200.000 νέες θέσεις εργασίας.

Τι ισχύει σήμερα; Στηριζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις επιδοτήσεις και στην προσφορά χύμα προϊόντων, η ελληνική αγροτική παραγωγή αυξήθηκε κατά λιγότερο από 1% ετησίως την τελευταία 25ετία, καλύπτοντας το 0,3% της παγκόσμιας παραγωγής, από 0,8% το 1993. Επιπλέον, ο βαθμός τυποποίησης στην Ελλάδα παραμένει χαμηλός (με τη βιομηχανία τροφίμων να προσφέρει προστιθέμενη αξία της τάξης του 40% στην ελληνική αγροτική παραγωγή, έναντι 70% κατά μέσον όρο στη Δυτική Ευρώπη). Ως αποτέλεσμα, ο αγροτικός κλάδος εμφανίζει εμπορικό έλλειμμα της τάξης του 1,2 δισ. ευρώ το 2014 (ή 2,3 δισ. ευρώ αν ληφθούν υπ’ όψιν και οι καθαρές εισαγωγές πρώτων υλών, όπως σπόροι, λιπάσματα, ζωοτροφές), ενώ η Ε.Ε. συνολικά εμφανίζει εμπορικό πλεόνασμα της τάξης των 9 δισ. ευρώ.

Τα παραπάνω οφείλονται σε χρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής γεωργίας, όπως, για παράδειγμα, ο κατακερματισμένος κλήρος, οι λιγοστές επενδύσεις στην αγροτική έρευνα και ο χαμηλός βαθμός εξειδίκευσης των αγροτών. Πιο συγκεκριμένα, το μέσο μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι 4,8 εκτάρια έναντι 12,5 εκτάρια σε άλλες μεσογειακές χώρες, ενώ οι αγροτικοί συνεταιρισμοί καλύπτουν μόλις το 20% της ελληνικής παραγωγής έναντι 49% κατά μέσον όρο στην Ευρώπη. Επιπλέον, οι επενδύσεις σε αγροτική έρευνα και ανάπτυξη αγγίζουν στην Ελλάδα τα 11 ευρώ/εκτάριο ετησίως έναντι 33 ευρώ/εκτάριο στην Ευρώπη, ενώ μόλις το 7% των εργαζομένων στον αγροτικό τομέα έχουν εξειδικευμένη κατάρτιση, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 50%.

«Φωτεινά» παραδείγματα που δείχνουν την προοπτική του ελληνικού αγροδιατροφικού τομέα είναι οι ελιές, το γιαούρτι και το μέλι, προϊόντα που εξήχθησαν σε αναπτυγμένες αγορές της Ευρώπης, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, ως επώνυμα και τυποποιημένα, και κέρδισαν σημαντικά μερίδια αγοράς.



kathimerini.gr