Παγιώνεται ο υποδιπλασιασμός των εισροών συναλλάγματος από υπηρεσίες θαλάσσιων μεταφορών στην ελληνική οικονομία, που ξεκίνησε με τα capital controls τον Ιούλιο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις από μεταφορές υποχώρησαν κατά 53% τον Σεπτέμβριο μετά και την υποχώρηση κατά 46% τον Αύγουστο και κατά 60% τον Ιούλιο. Με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εισπράξεων συναλλάγματος από μεταφορές προέρχεται από την ποντοπόρο ναυτιλία, καθίσταται σαφές πως τα capital controls επηρέασαν καταλυτικά τα συγκεκριμένα μεγέθη πλήττοντας το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών αλλά και τη ρευστότητα των τραπεζών. Ειδικότερα οι εισπράξεις τον Σεπτέμβριο υποχώρησαν στα 598,2 εκατ. ευρώ από 1,274 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2014. Τον Αύγουστο είχαν υποχωρήσει στα 570,7 εκατ. ευρώ από 1,069 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2014 και τον Ιούλιο στα 470,7 εκατ. από 1,172 δισ. ευρώ. Δηλαδή στο τρίμηνο οι εισροές μειώθηκαν κατά 1,7 δισ. ευρώ. Η πτώση όμως είναι ακόμα μεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς ότι η ισοτιμία του ευρώ έχει υποχωρήσει σημαντικά από πέρυσι έναντι του δολαρίου και οι παραπάνω εισροές, που αφορούν δολάρια, εμφανίζονται έτσι ενισχυμένες καθώς εκφράζονται σε ευρώ.
Η μείωση των εισροών συναλλάγματος από μεταφορές αποδίδεται κυρίως στα capital controls και στο γεγονός πως σημαντικός αριθμός ναυτιλιακών επιχειρήσεων, συχνά υπό την πίεση και ξένων μετόχων, αναγκάστηκε να αναδρομολογήσει στο εξωτερικό έσοδα από ναύλους και αγοραπωλησίες πλοίων, προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί στις διεθνείς υποχρεώσεις του. Αποδίδεται όμως πλέον και στη μεγάλη πτώση των ναυλαγορών ξηρού φορτίου που σημειώνουν νέα ιστορικά χαμηλά. Με δεδομένο πως το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνόκτητου στόλου αποτελείται από πλοία ξηρού φορτίου –και όχι δεξαμενόπλοια των οποίων οι ναύλοι εμφανίζουν πολύ καλές επιδόσεις–, εκτιμάται πως και το τρέχον, τελευταίο τρίμηνο του έτους η πτωτική τάση στις εισροές συναλλάγματος θα συνεχιστεί ούτως ή άλλως.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, όπως υποδεικνύουν τα σχετικά δεδομένα της ΤτΕ, οι εισπράξεις είχαν ενισχυθεί σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014, μεταξύ άλλων, και λόγω της καλύτερης πορείας ορισμένων τμημάτων της ναυλαγοράς.
Τώρα εκτιμάται πως μικρό μόνο μέρος των ροών που έχουν αναδρομολογηθεί στο εξωτερικό –για λόγους που σχετίζονται με την εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων– ενδέχεται να επιστρέψει μεσοπρόθεσμα. Σε αυτή την κατεύθυνση πάντως αναμένεται να βοηθήσει η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Χρειάζεται όμως γενικότερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και τη σταθερότητα της χώρας για να αποκατασταθούν πλήρως, εκτιμούν ορισμένοι τραπεζικοί κύκλοι.
Καθώς η λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση κεφαλαίου, η ύπαρξη ευελιξίας στις πληρωμές τους είναι επιτακτική ανάγκη, ειδικά στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνται. Δαπάνες εκατομμυρίων στο εξωτερικό για επισκευές, αγορές ή ναυπηγήσεις πλοίων και πληρωμές πετρέλευσης είναι μερικές μόνον από τις συνήθεις συναλλαγές. Το 2014 τα έσοδα της ελληνικής οικονομίας από την παροχή ναυτιλιακών υπηρεσιών σε ξένο συνάλλαγμα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, διαμορφώθηκαν στα 13,183 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 5,262 δισ. εξήλθαν και πάλι στο εξωτερικό για δαπάνες και λειτουργικά έξοδα, ενώ αλλά 7,931 δισ. παρέμειναν στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, σύμφωνα πάντα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προβολή των δεδομένων του φετινού τρίτου τριμήνου στο σύνολο της χρήσης παραπέμπει σε μείωση των εισροών συναλλάγματος της τάξης του 25% για το 2015 και, αν η τάση παγιωθεί και το επόμενο έτος, σε πτώση της τάξης του 50% για το 2016.
Η μείωση των εισροών συναλλάγματος από μεταφορές αποδίδεται κυρίως στα capital controls και στο γεγονός πως σημαντικός αριθμός ναυτιλιακών επιχειρήσεων, συχνά υπό την πίεση και ξένων μετόχων, αναγκάστηκε να αναδρομολογήσει στο εξωτερικό έσοδα από ναύλους και αγοραπωλησίες πλοίων, προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί στις διεθνείς υποχρεώσεις του. Αποδίδεται όμως πλέον και στη μεγάλη πτώση των ναυλαγορών ξηρού φορτίου που σημειώνουν νέα ιστορικά χαμηλά. Με δεδομένο πως το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνόκτητου στόλου αποτελείται από πλοία ξηρού φορτίου –και όχι δεξαμενόπλοια των οποίων οι ναύλοι εμφανίζουν πολύ καλές επιδόσεις–, εκτιμάται πως και το τρέχον, τελευταίο τρίμηνο του έτους η πτωτική τάση στις εισροές συναλλάγματος θα συνεχιστεί ούτως ή άλλως.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, όπως υποδεικνύουν τα σχετικά δεδομένα της ΤτΕ, οι εισπράξεις είχαν ενισχυθεί σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2014, μεταξύ άλλων, και λόγω της καλύτερης πορείας ορισμένων τμημάτων της ναυλαγοράς.
Τώρα εκτιμάται πως μικρό μόνο μέρος των ροών που έχουν αναδρομολογηθεί στο εξωτερικό –για λόγους που σχετίζονται με την εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων– ενδέχεται να επιστρέψει μεσοπρόθεσμα. Σε αυτή την κατεύθυνση πάντως αναμένεται να βοηθήσει η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Χρειάζεται όμως γενικότερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και τη σταθερότητα της χώρας για να αποκατασταθούν πλήρως, εκτιμούν ορισμένοι τραπεζικοί κύκλοι.
Καθώς η λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση κεφαλαίου, η ύπαρξη ευελιξίας στις πληρωμές τους είναι επιτακτική ανάγκη, ειδικά στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνται. Δαπάνες εκατομμυρίων στο εξωτερικό για επισκευές, αγορές ή ναυπηγήσεις πλοίων και πληρωμές πετρέλευσης είναι μερικές μόνον από τις συνήθεις συναλλαγές. Το 2014 τα έσοδα της ελληνικής οικονομίας από την παροχή ναυτιλιακών υπηρεσιών σε ξένο συνάλλαγμα, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, διαμορφώθηκαν στα 13,183 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 5,262 δισ. εξήλθαν και πάλι στο εξωτερικό για δαπάνες και λειτουργικά έξοδα, ενώ αλλά 7,931 δισ. παρέμειναν στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, σύμφωνα πάντα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προβολή των δεδομένων του φετινού τρίτου τριμήνου στο σύνολο της χρήσης παραπέμπει σε μείωση των εισροών συναλλάγματος της τάξης του 25% για το 2015 και, αν η τάση παγιωθεί και το επόμενο έτος, σε πτώση της τάξης του 50% για το 2016.