ΣΕΒ: στήριξη των παραγωγικών κλάδων

Αναδιάρθρωση των κλάδων χαμηλής προστιθέμενης αξίας, προκειμένου να μπορέσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας να χρηματοδοτήσει τους κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας που δημιουργούν απασχόληση και εισόδημα, προτείνει ο ΣΕΒ με αφορμή την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι «το τραπεζικό σύστημα είναι τόσο υγιές όσο είναι οι πελάτες του».
 
Η παρέμβαση μέσω του εβδομαδιαίου δελτίου του Συνδέσμου για την ελληνική οικονομία στηρίζεται σε μια τεκμηριωμένη ανάλυση για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, το οποίο είναι εγκλωβισμένο σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η εικόνα του, όπως την παρουσιάζει ο ΣΕΒ, έχει ως εξής:

α. Ο κλάδος δημόσιας διοίκησης, Αμυνας και Κοινωνικής Ασφάλισης (ο δημόσιος τομέας της οικονομίας), απασχολεί το 24% του εργατικού δυναμικού της χώρας με αμοιβές σημαντικά υψηλότερες των απασχολουμένων στους κλάδους της μεταποίησης πλην διύλισης πετρελαίου και της μεταφοράς και αποθήκευσης και υπερδιπλάσιες εκείνων που απασχολούνται σε σημαντικούς σε μέγεθος κλάδους όπως στον τουρισμό, τις κατασκευές, το εμπόριο, τη γεωργία και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Αντίθετα, απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) ανά απασχολούμενο στον αμιγώς δημόσιο τομέα ανέρχεται σε 42,7 χιλ. ευρώ, ενώ οι κλάδοι υγείας και εκπαίδευσης (που περιλαμβάνουν ιδιωτικούς φορείς) σε 34 χιλ. ευρώ, κάτι που σύμφωνα με τον ΣΕΒ μπορεί και να αντανακλά την επίπτωση της φοροδιαφυγής σε αυτούς τους κλάδους.

β. Το ετήσιο κόστος εργασίας ανά μισθωτό κατά μέσο όρο στο σύνολο της οικονομίας ανέρχεται σε 22,1 χιλ. ευρώ, ενώ στον στενό δημόσιο τομέα στα 30,3 χιλ. ευρώ. Δεν είναι μόνο σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου, αλλά και υψηλότερος σχεδόν του μέσου μισθού σε όλη τη βάση της παραγωγικής οικονομίας, περιλαμβανομένης και της μεταποίησης. Οι μόνοι κλάδοι με υψηλότερους μισθούς είναι οι κλάδοι έντασης κεφαλαίου, υψηλής συγκέντρωσης και κλάδοι όπου το Δημόσιο ασκεί μεγάλη επιρροή (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΕΥΔΑΠ κ.λπ.). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη οποιαδήποτε μεταφορά εργατικού δυναμικού προς την ιδιωτική οικονομία.

γ. Το 81% του εργατικού δυναμικού απασχολείται σε κλάδους με χαμηλότερη ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο του μέσου όρου της οικονομίας (39,6 χιλ. ευρώ). Είναι εντυπωσιακή η συγκέντρωση της απασχόλησης στους κλάδους χαμηλής ΑΠΑ ανά απασχολούμενο, ένδειξη της αδυναμίας ανάπτυξης των εξωστρεφών, δυναμικών και καινοτόμων κλάδων της ελληνικής οικονομίας, που στηρίζονται σε οργανωμένες επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους που χρησιμοποιούν νόμιμη μισθωτή εργασία και δεν προσφεύγουν, κατά κανόνα, σε φοροδιαφυγή και αδήλωτη εργασία για να επιβιώσουν, φαινόμενο που είναι συνηθέστερο σε κλάδους χαμηλότερης ΑΠΑ (τουρισμός, κατασκευές, ελεύθεροι επαγγελματίες, εμπόριο, γεωργία κ.λπ.).

δ. Οι κλάδοι υψηλότερου ΑΠΑ, όπως η ενέργεια, το νερό, τα ορυχεία/λατομεία, οι τηλεπικοινωνίες και η πληροφορική, τα logistics και η μεταποίηση, απασχολούν μόλις το 19% του εργατικού δυναμικού, που κατά κανόνα απολαμβάνει υψηλότερες αμοιβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας, σε επιχειρήσεις έντασης κεφαλαίου και υψηλότερης κερδοφορίας και κλάδους που χαρακτηρίζονται από υψηλότερη συγκέντρωση.

ε. Ενα μεγάλο μέρος της απασχόλησης (44%) στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας συγκεντρώνεται στη μεταποίηση (πλην διύλισης πετρελαίου), με ΑΠΑ ανά απασχολούμενο λίγο πάνω από τον μέσο όρο της οικονομίας. Αυτό αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τη συνύπαρξη μέσα στον κλάδο βιομηχανιών με φθίνουσες και ανερχόμενες δραστηριότητες. Οι μεταποιητικές βιομηχανίες που απολαμβάνουν υψηλότερων προοπτικών ανάπτυξης είναι η πληροφορική, τα ηλεκτρονικά, τα οπτικά, τα χημικά και τα τρόφιμα, ενώ στον αντίποδα βρίσκονται κατά κανόνα τα έπιπλα, το ξύλο, το χαρτί, η κλωστοϋφαντουργία, τα δέρματα, ο μηχανολογικός εξοπλισμός, τα οχήματα, τα ναυπηγεία κ.λπ.


 

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ