Όλο και περισσότερο στις κοινωνίες της υπερπληροφόρησης οι τεχνικές της χειραγώγησης, πρωτίστως, παίζουν μεγάλο πολιτικό ρόλο. Κύριο εργαλείο αποτελεί η σύγχυση μεταξύ πληροφόρησης και επικοινωνίας.
Με κύριο όπλο-εργαλείο την τηλεόραση και στη συνέχεια το αναπτυσσόμενο Διαδίκτυο, στο οποίο δίπλα σε καλή πληροφόρηση πάει σύννεφο και το σκουπίδι, οι τεχνικές χειραγώγησης καταλαμβάνουν σταδιακά ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του επικοινωνιακού χώρου και βεβαίως πλήττουν καίρια τη δημοκρατική κυκλοφορία ειδήσεων και γνώσεων ως μέσα διανθρώπινων σχέσεων.
Ακόμα χειρότερα, συμβάλλουν στο να εντείνεται η σύγχυση μεταξύ πληροφορίας και επικοινωνίας, με αποτέλεσμα οι αποδέκτες, δηλαδή το ευρύ κοινό, να βρίσκονται μονίμως σε σύγχυση. Συμπληρωματικά, θα προσθέταμε ότι οι τεχνικές χειραγώγησης είναι σήμερα και ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι υγιείς και κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις, που όχι λίγες φορές πέφτουν θύματα πιέσεων και εκβιασμών.
Καλόν είναι έτσι να γνωρίζει κανείς ποιες είναι οι στρατηγικές και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται, είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε στον ευρύτερο συλλογικό χώρο, που είναι και πιο ευάλωτος.
1. Η στρατηγική του αντιπερισπασμού. Πολύ σημαντικό στοιχείο του κοινωνικού ελέγχου, η στρατηγική του αντιπερισπασμού έγκειται στο να εκτρέπεται η προσοχή της κοινής γνώμης από σοβαρά θέματα που ακονίζουν την κριτική σκέψη, σε ήσσονος σημασίας προβλήματα, ή σε συναισθηματικές υπεραπλουστεύσεις. Η απώτερη λογική της στρατηγικής αυτής επιδιώκει την απομάκρυνση του κοινού από πηγές γνώσεων ικανών να εμπλουτίσουν τον προβληματισμό του και να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για περαιτέρω αναζητήσεις. «Το κοινό πρέπει να ασχολείται με όλο και πιο ασήμαντα πράγματα, για να είναι περισσότερο ευάλωτο στον λαϊκισμό και στην ακρισία», αναφέρει ο Τιερί Βολτόν στο εγχειρίδιό του Σιωπηρά Όπλα για Ήσυχους Πολέμους.
2. Δημιουργία προβλημάτων για μετέπειτα προσφορά λύσεων. Η μέθοδος αυτή αποκαλείται «πρόβλημα-αντίδραση-λύση». Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργείται μία «κατάσταση» η οποία μπορεί να προκαλέσει τις αντιδράσεις του κοινού, σε βαθμό τέτοιον ώστε το τελευταίο να είναι έτοιμο να δεχθεί λήψεις μέτρων που θα είναι και η λύση. Κατά κανόνα, η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται με απώτερο στόχο τη μέσω γεγονότων βίας, για παράδειγμα, επέκταση του κρατικού ελέγχου στην ιδιωτική σφαίρα. Κλασική στην Ελλάδα είναι η περίπτωση της περίφημης Λίστας Λαγκάρντ, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να κατασυκοφαντηθούν συγκεκριμένα πρόσωπα και έτσι να περάσουν απαρατήρητοι μεγάλοι επώνυμοι φοροφυγάδες, άμεσα διαπλεκόμενοι με την πολιτική.
3. Η στρατηγική του παιδισμού. Κατά κανόνα, οι πολιτικοί -και όχι λίγοι τηλεαστέρες- τρέφουν βαθύτατη απέχθεια προς το κοινό και θεωρούν εντελώς υποτιμημένη τη νοημοσύνη του. Έτσι, απευθύνονται σε αυτό ωσάν να είχαν απέναντι διανοητικώς αναπήρους ή παιδιά πολύ μικρής ηλικίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις περισσότερες πολιτικές διαφημίσεις, αλλά και με αρκετά εμπορικού περιεχομένου διαφημιστικά μηνύματα. Στην Ελλάδα, κλασική είναι και η περίπτωση δήθεν σατιρικών εκπομπών, που στην ουσία συνιστούν χυδαία μορφή προπαγάνδας
4. Συναισθηματική φόρτιση. Οι περισσότεροι ψυχολόγοι αναγνωρίζουν ότι η καλύτερη στρατηγική για να περάσει στο ευρύ κοινό ο ανορθολογισμός και να εκδιωχθεί η κριτική σκέψη είναι η συναισθηματική φόρτιση. Η τελευταία συνήθως συνοδεύεται και από «εμπόριο τρόμου», δαιμονοποίηση ιδεών, πρακτικών, συστημάτων και κοινωνικών ομάδων, καθώς βέβαια και από ακατάσχετη αποπροσανατολιστική λογοδιάρροια.
5. Η καλλιέργεια άγνοιας και βλακείας. Όσο λιγότερα γνωρίζει το κοινό τόσο το καλύτερο, είναι η πάγια αρχή πολιτικών και σημαντικών ληπτών αποφάσεων. Στη βάση της λογικής αυτής, οι πολιτικές και άλλες ελίτ έχουν κάθε λόγο, στο επίπεδο της δημόσιας εκπαίδευσης, να καλλιεργούν τη χαμηλότερη δυνατή πρόσβαση στις πηγές των γνώσεων. Όσο πιο χαμηλός είναι ο δείκτης πρόσβασης, τόσο οι κοινωνίες απομακρύνονται από τις λήψεις σημαντικών αποφάσεων που τις αφορούν και γίνονται ευάλωτες στην καλλιέργεια του φόβου. Συμβαίνει, όμως, οι φοβικές κοινωνίες να ζητούν πάντα περισσότερη προστασία -γεγονός που τους αφαιρεί κάθε ικμάδα αυτόνομης κοινωνικής παρουσίας και δημιουργίας. «Σταδιακά, οι κοινωνίες αυτές απομακρύνονται από την καθαρή σκέψη και έτσι βλέπουμε περιπτώσεις εκατομμυρίων ατόμων να υποστηρίζουν ανοησίες τις οποίες εκλαμβάνουν ως αλήθειες», λέει ο Ελβετός φιλόσοφος Ρολφ Ντομπέλι. Προκύπτουν έτσι κοινωνίες βεβαιοτήτων, οι οποίες υφίστανται αυτό που ο Ντομπέλι αποκαλεί πλάνη της επιβεβαίωσης.
6. Το βασίλειο της μετριότητας. Ο Βλαδίμηρος Λένιν και ο Γκέμπελς συμφωνούσαν στο γεγονός ότι, όσο πιο μέτριοι και αποπροσανατολισμένοι ήσαν οι λαοί, τόσο ισχυρότεροι θα ήσαν οι εξουσιαστές τους. Εξάλλου, ο Λένιν ήταν αυτός που είχε αναπτύξει την ανάγκη της «πρωτοπορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος έως ότου χειραφετηθεί η εργατική τάξη»! Ο Γκέμπελς είχε πάει μακρύτερα τη θεωρία αυτή -αυτός ήταν δε που πρότεινε στον Χίτλερ τη δημιουργία «εχθρών», εν προκειμένω τους Εβραίους, από τους οποίους οι ναζί θα προστάτευαν την αρεία φυλή. Έτσι, οι διωγμοί των Εβραίων αρχικά μετατράπηκαν σε θέαμα, το οποίο ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να προσφέρουν οι εθνικοσοσιαλιστές σε έναν λαό που αναζητούσε αποδιοπομπαίους τράγους. Ο πόλεμος και τα κρεματόρια ήταν το επόμενο βήμα.
7. Ο φόβος και η κυριαρχία του. Η βιβλιογραφία για τις φοβικές κοινωνίες είναι υπεράφθονη και το τελικό συμπέρασμα των διαφόρων κοινωνιολόγων, ψυχολόγων αλλά και φιλοσόφων που αναφέρονται σε αυτές είναι ότι ο φόβος και η διάχυσή του αποτελεί μία νέα μορφή εξουσίας. Θα προσθέταμε, από τη δική μας σκοπιά, ότι αν αναγάγουμε το συναίσθημα αυτό στον Καρλ Πόπερ, εύκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο φόβος είναι η σύγχρονη έκφραση αντιελευθερίας. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η αρνητική παράδοση απέναντι στον φόβο εγκαινιάστηκε από τον Πλάτωνα, ο οποίος όριζε ως αρετή την ικανότητα αντίστασης σε ό,τι πιστεύουμε ή επιθυμούμε όταν βρισκόμαστε «εν φόβοις». Ωστόσο, ο υπογράφων, αναφερόμενος στον φόβο ως μορφή εξουσίας, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η αναγωγή των όψεων ενός συναισθήματος σε μία μόνον ερμηνευτική διάσταση είναι ατελής, καθ' όσον υπάρχουν και μορφές φόβου -ο σωματικός, για παράδειγμα- που δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Τέλος, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι με την ταχύτατη διάδοση του Διαδικτύου και των νέων ψηφιακών μέσων επικοινωνίας, σταδιακά θα αλλάζουν και οι μορφές χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Καθοριστικός δε, από αυτή την οπτική γωνία, θα είναι ο ρόλος των κοινωνικών μέσων (social media), τα οποία ήδη συμβάλλουν στη δημιουργία της αποκαλούμενης καλωδιωμένης ατομικότητας.
«Φεύγουμε πλέον από την εποχή των μαζικών μέσων και πάμε στην εποχή της εξατομικευμένης μαζικής επικοινωνίας -δηλαδή, καταναλώνουμε μαζικά αλλά σε εξατομικευμένο επίπεδο. Μόνο που στην εποχή αυτής της σύγκλισης το κοινό κατακερματίζεται», λέει ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Και με τα λόγια αυτά θέτει έναν νέο και ζωτικό προβληματισμό, που χρήζει ειδικότερης ερμηνευτικής προσεγγίσεως.
Με κύριο όπλο-εργαλείο την τηλεόραση και στη συνέχεια το αναπτυσσόμενο Διαδίκτυο, στο οποίο δίπλα σε καλή πληροφόρηση πάει σύννεφο και το σκουπίδι, οι τεχνικές χειραγώγησης καταλαμβάνουν σταδιακά ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του επικοινωνιακού χώρου και βεβαίως πλήττουν καίρια τη δημοκρατική κυκλοφορία ειδήσεων και γνώσεων ως μέσα διανθρώπινων σχέσεων.
Ακόμα χειρότερα, συμβάλλουν στο να εντείνεται η σύγχυση μεταξύ πληροφορίας και επικοινωνίας, με αποτέλεσμα οι αποδέκτες, δηλαδή το ευρύ κοινό, να βρίσκονται μονίμως σε σύγχυση. Συμπληρωματικά, θα προσθέταμε ότι οι τεχνικές χειραγώγησης είναι σήμερα και ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι υγιείς και κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρήσεις, που όχι λίγες φορές πέφτουν θύματα πιέσεων και εκβιασμών.
Καλόν είναι έτσι να γνωρίζει κανείς ποιες είναι οι στρατηγικές και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται, είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε στον ευρύτερο συλλογικό χώρο, που είναι και πιο ευάλωτος.
1. Η στρατηγική του αντιπερισπασμού. Πολύ σημαντικό στοιχείο του κοινωνικού ελέγχου, η στρατηγική του αντιπερισπασμού έγκειται στο να εκτρέπεται η προσοχή της κοινής γνώμης από σοβαρά θέματα που ακονίζουν την κριτική σκέψη, σε ήσσονος σημασίας προβλήματα, ή σε συναισθηματικές υπεραπλουστεύσεις. Η απώτερη λογική της στρατηγικής αυτής επιδιώκει την απομάκρυνση του κοινού από πηγές γνώσεων ικανών να εμπλουτίσουν τον προβληματισμό του και να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες για περαιτέρω αναζητήσεις. «Το κοινό πρέπει να ασχολείται με όλο και πιο ασήμαντα πράγματα, για να είναι περισσότερο ευάλωτο στον λαϊκισμό και στην ακρισία», αναφέρει ο Τιερί Βολτόν στο εγχειρίδιό του Σιωπηρά Όπλα για Ήσυχους Πολέμους.
2. Δημιουργία προβλημάτων για μετέπειτα προσφορά λύσεων. Η μέθοδος αυτή αποκαλείται «πρόβλημα-αντίδραση-λύση». Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργείται μία «κατάσταση» η οποία μπορεί να προκαλέσει τις αντιδράσεις του κοινού, σε βαθμό τέτοιον ώστε το τελευταίο να είναι έτοιμο να δεχθεί λήψεις μέτρων που θα είναι και η λύση. Κατά κανόνα, η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται με απώτερο στόχο τη μέσω γεγονότων βίας, για παράδειγμα, επέκταση του κρατικού ελέγχου στην ιδιωτική σφαίρα. Κλασική στην Ελλάδα είναι η περίπτωση της περίφημης Λίστας Λαγκάρντ, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να κατασυκοφαντηθούν συγκεκριμένα πρόσωπα και έτσι να περάσουν απαρατήρητοι μεγάλοι επώνυμοι φοροφυγάδες, άμεσα διαπλεκόμενοι με την πολιτική.
3. Η στρατηγική του παιδισμού. Κατά κανόνα, οι πολιτικοί -και όχι λίγοι τηλεαστέρες- τρέφουν βαθύτατη απέχθεια προς το κοινό και θεωρούν εντελώς υποτιμημένη τη νοημοσύνη του. Έτσι, απευθύνονται σε αυτό ωσάν να είχαν απέναντι διανοητικώς αναπήρους ή παιδιά πολύ μικρής ηλικίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις περισσότερες πολιτικές διαφημίσεις, αλλά και με αρκετά εμπορικού περιεχομένου διαφημιστικά μηνύματα. Στην Ελλάδα, κλασική είναι και η περίπτωση δήθεν σατιρικών εκπομπών, που στην ουσία συνιστούν χυδαία μορφή προπαγάνδας
4. Συναισθηματική φόρτιση. Οι περισσότεροι ψυχολόγοι αναγνωρίζουν ότι η καλύτερη στρατηγική για να περάσει στο ευρύ κοινό ο ανορθολογισμός και να εκδιωχθεί η κριτική σκέψη είναι η συναισθηματική φόρτιση. Η τελευταία συνήθως συνοδεύεται και από «εμπόριο τρόμου», δαιμονοποίηση ιδεών, πρακτικών, συστημάτων και κοινωνικών ομάδων, καθώς βέβαια και από ακατάσχετη αποπροσανατολιστική λογοδιάρροια.
5. Η καλλιέργεια άγνοιας και βλακείας. Όσο λιγότερα γνωρίζει το κοινό τόσο το καλύτερο, είναι η πάγια αρχή πολιτικών και σημαντικών ληπτών αποφάσεων. Στη βάση της λογικής αυτής, οι πολιτικές και άλλες ελίτ έχουν κάθε λόγο, στο επίπεδο της δημόσιας εκπαίδευσης, να καλλιεργούν τη χαμηλότερη δυνατή πρόσβαση στις πηγές των γνώσεων. Όσο πιο χαμηλός είναι ο δείκτης πρόσβασης, τόσο οι κοινωνίες απομακρύνονται από τις λήψεις σημαντικών αποφάσεων που τις αφορούν και γίνονται ευάλωτες στην καλλιέργεια του φόβου. Συμβαίνει, όμως, οι φοβικές κοινωνίες να ζητούν πάντα περισσότερη προστασία -γεγονός που τους αφαιρεί κάθε ικμάδα αυτόνομης κοινωνικής παρουσίας και δημιουργίας. «Σταδιακά, οι κοινωνίες αυτές απομακρύνονται από την καθαρή σκέψη και έτσι βλέπουμε περιπτώσεις εκατομμυρίων ατόμων να υποστηρίζουν ανοησίες τις οποίες εκλαμβάνουν ως αλήθειες», λέει ο Ελβετός φιλόσοφος Ρολφ Ντομπέλι. Προκύπτουν έτσι κοινωνίες βεβαιοτήτων, οι οποίες υφίστανται αυτό που ο Ντομπέλι αποκαλεί πλάνη της επιβεβαίωσης.
6. Το βασίλειο της μετριότητας. Ο Βλαδίμηρος Λένιν και ο Γκέμπελς συμφωνούσαν στο γεγονός ότι, όσο πιο μέτριοι και αποπροσανατολισμένοι ήσαν οι λαοί, τόσο ισχυρότεροι θα ήσαν οι εξουσιαστές τους. Εξάλλου, ο Λένιν ήταν αυτός που είχε αναπτύξει την ανάγκη της «πρωτοπορίας του Κομμουνιστικού Κόμματος έως ότου χειραφετηθεί η εργατική τάξη»! Ο Γκέμπελς είχε πάει μακρύτερα τη θεωρία αυτή -αυτός ήταν δε που πρότεινε στον Χίτλερ τη δημιουργία «εχθρών», εν προκειμένω τους Εβραίους, από τους οποίους οι ναζί θα προστάτευαν την αρεία φυλή. Έτσι, οι διωγμοί των Εβραίων αρχικά μετατράπηκαν σε θέαμα, το οποίο ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να προσφέρουν οι εθνικοσοσιαλιστές σε έναν λαό που αναζητούσε αποδιοπομπαίους τράγους. Ο πόλεμος και τα κρεματόρια ήταν το επόμενο βήμα.
7. Ο φόβος και η κυριαρχία του. Η βιβλιογραφία για τις φοβικές κοινωνίες είναι υπεράφθονη και το τελικό συμπέρασμα των διαφόρων κοινωνιολόγων, ψυχολόγων αλλά και φιλοσόφων που αναφέρονται σε αυτές είναι ότι ο φόβος και η διάχυσή του αποτελεί μία νέα μορφή εξουσίας. Θα προσθέταμε, από τη δική μας σκοπιά, ότι αν αναγάγουμε το συναίσθημα αυτό στον Καρλ Πόπερ, εύκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο φόβος είναι η σύγχρονη έκφραση αντιελευθερίας. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η αρνητική παράδοση απέναντι στον φόβο εγκαινιάστηκε από τον Πλάτωνα, ο οποίος όριζε ως αρετή την ικανότητα αντίστασης σε ό,τι πιστεύουμε ή επιθυμούμε όταν βρισκόμαστε «εν φόβοις». Ωστόσο, ο υπογράφων, αναφερόμενος στον φόβο ως μορφή εξουσίας, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η αναγωγή των όψεων ενός συναισθήματος σε μία μόνον ερμηνευτική διάσταση είναι ατελής, καθ' όσον υπάρχουν και μορφές φόβου -ο σωματικός, για παράδειγμα- που δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Τέλος, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι με την ταχύτατη διάδοση του Διαδικτύου και των νέων ψηφιακών μέσων επικοινωνίας, σταδιακά θα αλλάζουν και οι μορφές χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Καθοριστικός δε, από αυτή την οπτική γωνία, θα είναι ο ρόλος των κοινωνικών μέσων (social media), τα οποία ήδη συμβάλλουν στη δημιουργία της αποκαλούμενης καλωδιωμένης ατομικότητας.
«Φεύγουμε πλέον από την εποχή των μαζικών μέσων και πάμε στην εποχή της εξατομικευμένης μαζικής επικοινωνίας -δηλαδή, καταναλώνουμε μαζικά αλλά σε εξατομικευμένο επίπεδο. Μόνο που στην εποχή αυτής της σύγκλισης το κοινό κατακερματίζεται», λέει ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Και με τα λόγια αυτά θέτει έναν νέο και ζωτικό προβληματισμό, που χρήζει ειδικότερης ερμηνευτικής προσεγγίσεως.
Του Αθ. Παπανδρόπουλου
euro2day.gr