Ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν ικανοποιητική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια είναι οι δημογραφικές εξελίξεις, σύμφωνα με τη Wall Street Journal. Τις προηγούμενες δεκαετίες, κυβερνήσεις και αναλυτές ανησυχούσαν ότι ο πληθυσμός της Γης αυξάνεται με υπερβολικά ταχύ ρυθμό. Σήμερα ανακαλύπτουν ότι το πρόβλημα είναι το ακριβώς αντίθετο και ότι είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί: είμαστε πολύ λίγοι.
Διαρκής μείωση
Το 2016 στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα συρρικνωθεί, για πρώτη φορά από το 1950, ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται σε ηλικία κατάλληλη για εργασία (15 μέχρι 65 ετών). Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΗΕ ο αριθμός τους θα εξακολουθήσει να περιορίζεται και το 2050 ο πληθυσμός τους θα είναι κατά 5% μικρότερος απ’ ό,τι είναι σήμερα. Ταυτόχρονα, το ίδιο φαινόμενο θα παρατηρηθεί και σε αναπτυσσόμενες οικονομίες-κλειδιά, όπως η Κίνα και η Ρωσία. Την ίδια στιγμή θα αυξάνεται με πολύ μεγάλο ρυθμό το ποσοστό των ανθρώπων που θα είναι 65 ετών και άνω. Οι ανησυχητικές αυτές εξελίξεις είναι αποτέλεσμα δύο τάσεων που παρατηρούνται εδώ και χρόνια: της αύξησης του χρόνου ζωής των ανθρώπων και της μείωσης της γεννητικότητας. Ωστόσο, μόλις σήμερα αρχίζουν να γίνονται προφανείς οι συνέπειες. Με απλά λόγια, οι εταιρείες δεν έχουν αρκετούς εργάτες να προσλάβουν, δεν έχουν αρκετούς πελάτες ή και τα δύο. Σε όλες τις περιπτώσεις προκαλείται πρόβλημα στην οικονομία διότι, όπως είχε προβλέψει από το 1938 ο Αμερικανός οικονομολόγος Αλβιν Χάνσεν, όταν περιορίζεται ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, τότε οι επιχειρήσεις επενδύουν λιγότερο αφενός διότι πρέπει να εξοπλίσουν λιγότερους εργάτες και αφετέρου διότι αλλάζουν οι καταναλωτικές τάσεις και ευνοείται η παροχή υπηρεσιών προς πιο ηλικιωμένους ανθρώπους, ενώ περιορίζεται η κατανάλωση διαρκών αγαθών και πλήττεται ο κατασκευαστικός τομέας. Το αποτέλεσμα είναι «αρρωστημένη και θνησιγενής ανάκαμψη, αυτοτροφοδοτούμενες υφέσεις που αφήνουν πίσω τους έναν σκληρό και φαινομενικά αμετακίνητο πυρήνα ανεργίας» είχε πει ο κ. Χάνσεν σε μια ιστορική του διάλεξη το 1938.
Μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών, ο πληθυσμός που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας θα περιοριστεί σημαντικά μέχρι το 2015, κατά 26% στη Νότιο Κορέα, κατά 28% στην Ιαπωνία, κατά 23% σε Γερμανία και σε Ιταλία, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΗΕ. Στις χώρες μεσαίου εισοδήματος ο αριθμός των ανθρώπων που θα βρίσκονται σε ηλικία εργασίας θα αυξηθεί κατά 23% και στην Ινδία κατά 33%. Ωστόσο, στη Βραζιλία θα αυξηθεί μόλις κατά 3% και σε Ρωσία και σε Κίνα θα περιοριστεί κατά 21%. Μέχρι το 2050 σε ολόκληρο τον κόσμο ο συνολικός πληθυσμός θα αυξηθεί κατά 32%, αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας θα αυξηθεί μόλις κατά 26%.
Ο ρυθμός ανάπτυξης
Το πρόβλημα για την οικονομία, κατ’ επέκταση και για τους ανθρώπους, είναι πως ο μακροπρόθεσμος δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης εξαρτάται από δύο παράγοντες: τον αριθμό των εργατών και πόσο παραγωγικοί είναι. Ο χαμηλότερος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού περιορίζει άμεσα τον αριθμό των εργατών. Παράλληλα αλλάζουν οι καταναλωτικές συνήθειες των ανθρώπων, καθώς αυτοί μεγαλώνουν σε ηλικία και παράλληλα αυξάνεται ο βαθμός αποταμίευσης εις βάρος της κατανάλωσης, κάτι που εξηγεί εν μέρει την πτώση των αποδόσεων τα τελευταία χρόνια.
Βέβαια οι πληθυσμιακές τάσεις αλλάζουν, ωστόσο απαιτείται μεγάλη προσπάθεια, χρήματα και πολύς χρόνος. Τον Οκτώβριο η Κίνα ήρε την απαγόρευση απόκτησης δεύτερου παιδιού, ωστόσο τα παραδείγματα της Αυστραλίας και του Καναδά αποδεικνύουν ότι πρέπει να περάσουν χρόνια από την υιοθέτηση μέτρων αύξησης της γεννητικότητας μέχρι να αρχίσει να αυξάνεται το ποσοστό της. Οι εταιρείες μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους αντικαθιστώντας τους εργάτες με ρομπότ. Ενας άλλος τρόπος αύξησης του πληθυσμού είναι μέσω της μετανάστευσης. Ωστόσο, το ΔΝΤ προβλέπει ότι για να σταθεροποιηθεί το ποσοστό των ηλικιωμένων στις ανεπτυγμένες οικονομίες, απαιτείται ο οκταπλασιασμός της μετανάστευσης, κάτι που από πολιτικής απόψεως φαντάζει σήμερα αδύνατο. Πιθανότατα, ο πιο πολλά υποσχόμενος τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος είναι η παράταση του χρόνου παραμονής στην εργασία πάνω από τα 65 χρόνια.