ΓΝΩΜΕΣ: Η επανεκκίνηση της έρευνας, «κλειδί» για την ανάκαμψη

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΟΠΟΥΝΙΔΗ* |
Οπως έχει αναφέρει η «Καθημερινή», οι πλούσιες χώρες ζουν στην εποχή των... παγετώνων, αναφέροντας επιπλέον ότι σύμφωνα με τέσσερις νομπελίστες, η περίοδος της εύκολης ευμάρειας στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει τελειώσει οριστικά. Η κατάσταση στις λιγότερο πλούσιες χώρες και ιδιαίτερα στη χώρα μας θεωρείται επίσης κρίσιμη.
 
Η μακρά ύφεση ήρθε ως αποτέλεσμα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της έλλειψης θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα καθιστούσαν τη χώρα μας λιγότερο ευάλωτη στη διεθνή συγκυρία. Δυστυχώς, οι διάφορες πολιτικές που εφαρμόστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες δεν βελτίωσαν την κατάσταση, καθώς χαρακτηρίστηκαν από παλινωδίες στην εφαρμογή των κυβερνητικών επιλογών και μεγάλες καθυστερήσεις. Σε πολλές περιπτώσεις η λογική δεν έχει θέση. Για παράδειγμα, η αξιοποίηση του παλαιού αεροδρομίου στο Ελληνικό παραμένει ακόμη στα σχέδια, παρότι έχουν ήδη περάσει 13 χρόνια από τον τερματισμό της λειτουργίας του. Από τον Οκτώβριο του 2012, μόλις αυτή την εβδομάδα πήρε το «πράσινο φως» η επένδυση της Cosco στον Πειραιά, ενώ περισσότερα από 13 χρόνια χρειάστηκαν για να κάνει το ελληνικό κράτος 17 χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής που ενώνουν το λιμάνι του Πειραιά με το εθνικό δίκτυο στο Θριάσιο Πεδίο. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και το άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων (βλ. άρθρα μας στην «Καθημερινή», 15/9/2012 και 20/10/2012). Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτό των «κλειστών φορτοεκφορτώσεων», όπου ο Π. Μανδραβέλης («Καθημερινή» 27/9/2014) αναφέρει ότι ένα γεωργικό προϊόν με κόστος μεταφοράς 0,02 ευρώ από την επαρχία στην Αθήνα επιβαρύνεται με επιπλέον κόστος εκφόρτωσης 0,02 ευρώ. Εισαγόμενο τσιμέντο αξίας 70 ευρώ ο τόνος επιβαρύνεται με κόστος εκφόρτωσης 5-7 ευρώ στο λιμάνι προορισμού. Τέλος, εμπορευματοκιβώτιο με κόστος μεταφοράς-ασφάλισης 170 δολαρίων επιβαρύνεται με 120 δολάρια για φορτοεκφορτωτικά δικαιώματα.

Η ελληνική πολιτεία για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της αποπληρωμής του χρέους, της μείωσης των ελλειμμάτων και της χρηματοδότησης της οικονομίας, αύξησε κατακόρυφα τη φορολογία. Δημιουργήθηκαν φόροι αλληλεγγύης, αυξήθηκε ο ειδικός φόρος πετρελαίου και η χαριστική βολή ήρθε με το «χαράτσι» στα ακίνητα. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο Δ. Γουσέτης αναρωτιέται «πού πάνε τα χαράτσια» («Καθημερινή», 26/8/2014). Αρχικά, αναφέρει ότι οι Ελληνες στην πλειονότητά τους είναι κάτοχοι ακινήτων, αφού η έλλειψη παραγωγής δεν τους επιτρέπει να επενδύσουν αλλού τις οικονομίες τους. Το σημαντικότερο συμπέρασμα του κ. Γουσέτη είναι ότι από τη φορολόγηση των ακινήτων, ούτε ένα ευρώ δεν πάει στην ανάπτυξη. Πηγαίνουν στις πρόωρες συντάξεις και σύμφωνα με τον υπ. Εργασίας, ο αριθμός των συνταξιούχων κάτω των 65 ετών είναι ήδη πάνω από 700.000, οι οποίοι εισπράττουν 8,5 δισ. ευρώ ετησίως. Ετσι, ενώ έχουμε μείωση του Δημοσίου από 925.625 δημοσίους υπαλλήλους το 2009 σε 583.338 σήμερα, το κόστος του κράτους παραμένει υψηλό λόγω των πρόωρων συντάξεων. Επιπλέον, τα τελευταία έξι χρόνια της κρίσης έγινε βίαιη προσαρμογή όλων των εισοδημάτων των Ελλήνων, «κουρεύτηκαν» καταθέσεις μέσω των ομολόγων και οδηγήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι του παραγωγικού ιστού της χώρας στην ανεργία και στη φτώχεια.

Η εκπαίδευση δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη βίαιη μείωση των δημοσίων επενδύσεων και του «κουρέματος» των αποθεματικών των κονδυλίων της έρευνας. Οι προϋπολογισμοί των ΑΕΙ από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα έχουν μειωθεί σε ποσοστό 60%-70%, κεφάλαια που πέτυχαν να φέρουν Ελληνες καθηγητές από προγράμματα άκρως ανταγωνιστικά σε παγκόσμιο επίπεδο «κουρεύτηκαν» σε ποσοστό μέχρι 50%, αλλά το μεγαλύτερο κακό για την ελληνική εκπαίδευση είναι η φυγή 150.000, νέων κυρίως, ερευνητών στο εξωτερικό. Σήμερα, η πολιτεία αναγνωρίζει το λάθος της στην πολιτική που ακολούθησε στους τομείς της εκπαίδευσης και της έρευνας και προσπαθεί μέσω του υπ. Εργασίας να επαναπατρίσει το ελληνικό επιστημονικό δυναμικό του εξωτερικού. Είναι γνωστόν τοις πάσι ότι τα «ελληνικά μυαλά» μεγαλουργούν στο εξωτερικό, σε όλους τους τομείς, τόσο στην ακαδημαϊκή έρευνα όσο και στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.

Η «επανεκκίνηση», όμως, της εκπαίδευσης και της έρευνας στην Ελλάδα δεν μπορεί να περιοριστεί στο θέμα της στελέχωσης, αλλά απαιτείται και ουσιαστική οικονομική στήριξη. Η αύξηση της χρηματοδότησης αποτελεί πάγιο αίτημα όλων των φορέων της εκπαίδευσης και έρευνας, ενώ αντίστοιχες υποσχέσεις αποτελούν διαχρονικά μέρος κάθε προεκλογικής καμπάνιας. Η πραγματικότητα, όμως, σαφώς δείχνει ότι δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός σχεδιασμός για την κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και έρευνας στην Ελλάδα. Μια πιθανή λύση θα ήταν η δημιουργία ενός ειδικού κεφαλαίου χρηματοδότησης, που θα προορίζεται αποκλειστικά για την εκπαίδευση (σε όλες τις βαθμίδες) και την έρευνα. Το κεφάλαιο αυτό θα μπορούσε να διαμορφωθεί από ιδιωτικές και δημόσιες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών εσόδων που ήδη υπάρχουν. Η τροφοδότηση του κεφαλαίου αυτού με φορολογικά έσοδα θα μπορούσε εν τέλει να περιορίσει τη φορολογική επιδρομή των τελευταίων ετών με την εισαγωγή μιας πλειάδας έμμεσων και άμεσων φόρων που εξυπηρετούν μόνο εισπρακτικούς στόχους, χωρίς καμία αναπτυξιακή προοπτική. Το κεφάλαιο αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση για σχολεία ποιοτικά και εξοπλισμένα (βιβλιοθήκες, computer rooms, αξιοποίηση νέων τεχνολογιών διδασκαλίας, κατάρτιση δασκάλων και καθηγητών κ.λπ.), αλλά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με τη διάθεση πόρων για την καλύτερη εκπαίδευση των φοιτητών και τη σύνδεση των Πανεπιστημίων - ΤΕΙ με την παραγωγική διαδικασία, με βασικό γνώμονα την εξειδίκευση σε κλάδους και τομείς της οικονομίας που έχουν πραγματικά αναπτυξιακό χαρακτήρα.

* Βασιλική Ακαδημία των Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Επιστημών της Ισπανίας, καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πολυτεχνείο Κρήτης.
 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ