Το επίμαχο νομοσχέδιο για τη ΔΕΗ, που κατάφερε να συσπειρώσει το σχεδόν διαλυμένο από το βάρος των σκανδάλων σωματείο της ΓΕΝΟΠ, προβλέπει αλλαγές οι οποίες στον βαθμό που υλοποιηθούν θα αποτελέσουν τη σημαντικότερη ίσως παρέμβαση για την απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς. Οι σημαντικές αυτές παρεμβάσεις έρχονται με καθυστέρηση τουλάχιστον μιας δεκαετίας (η ΕΝΕL εφάρμοσε το ίδιο μοντέλο το 2001) και ενώ η αγορά ηλεκτρισμού πνίγεται από στρεβλώσεις και ελλείμματα εξαιτίας μέτρων που ελήφθησαν στο όνομα της προστασίας του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ και του δημοσίου συμφέροντος. Στην πραγματικότητα, όμως, είχαν στόχο να αφήσουν άθικτο το πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο που συνοδεύει τη ΔΕΗ από τη σύστασή της.
Ετσι, παρά τις κομβικές πράγματι αλλαγές που κομίζει το νομοσχέδιο, δεν απαντάει σε παραμέτρους κρίσιμες για την εξυγίανση της αγοράς προς όφελος του καταναλωτή και της εθνικής οικονομίας. Στη Μικρή ΔΕΗ θα περιέλθουν λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες ισχύος 2.768 MW και μία μονάδα φυσικού αερίου ισχύος 400 MW. Επίσης, μία άδεια παραγωγής για τη νέα λιγνιτική μονάδα Μελίτη 2 στη Φλώρινα, τα ορυχεία του Αμύνταιου και 5 ακόμη ορυχεία. Το χαρτοφυλάκιο της νέας εταιρείας που θα περάσει μέσω διεθνούς διαγωνισμού σε ιδιώτες περιλαμβάνει ακόμη το 30% του πελατολογίου της ΔΕΗ και περίπου 2.500 εργαζομένους.
Κομβική παρέμβαση
Για πρώτη φορά μέσω του προωθούμενου μοντέλου σπάει το μονοπώλιο της ΔΕΗ στους λιγνίτες και τα νερά, θέτοντας τις βάσεις για πραγματικό ανταγωνισμό, αφού μέχρι σήμερα η ιδιωτική παραγωγή στηρίζεται στο ακριβό καύσιμο του φυσικού αερίου. Πρόκειται για κομβική παρέμβαση στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης της αγοράς, η οποία όμως εάν δεν συνοδευθεί και από άλλα μέτρα, δεν θα αποδώσει τα αναμενόμενα. Ο ιδιώτης που θα αγοράσει τη Μικρή ΔΕΗ δεν δεσμεύεται για επενδύσεις εκσυγχρονισμού των παλαιών και αντιοικονομικών μονάδων, παρά μόνο στον βαθμό που θα υποχρεωθεί από τον ανταγωνισμό. Με ανταγωνιστή τη ΔΕΗ, δεν έχει κίνητρο να προχωρήσει σε επενδύσεις πέραν όσων απαιτούνται για τη συνέχιση λειτουργίας των μονάδων.
Επιπλέον δεν υπάρχει ένας στρατηγικός σχεδιασμός για το μείγμα καυσίμου στην ηλεκτροπαραγωγή, παράγοντας κρίσιμος για την οικονομικότητα του συστήματος και την εθνική οικονομία. Εάν για παράδειγμα το μείγμα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε φυσικό αέριο και ΑΠΕ, είτε ιδιώτης ελέγχει τις μονάδες είτε η ΔΕΗ, το κόστος για τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία θα είναι δυσβάσταχτο. Είναι ενδεικτικό ότι η τιμή του ρεύματος από 55 ευρώ τη μεγαβατώρα, έφτασε τη δεύτερη ημέρα των κινητοποιήσεων της ΓΕΝΟΠ στα 106 ευρώ και τις ώρες αιχμής στα 130 ευρώ, γιατί η ισχύς που τέθηκε εκτός από λιγνίτη και υδροηλεκτρικά, υποκαταστάθηκε από φυσικό αέριο, ΑΠΕ και εισαγωγές. Ενδεικτικό είναι επίσης ότι η ενεργοβόρα βιομηχανία αγωνιά περισσότερο ίσως και από τους συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ για το αν θα προχωρήσει το σχέδιο της Μικρής ΔΕΗ. Γνωρίζει ότι το μείγμα καυσίμου της χώρας δεν μπορεί να προσφέρει ανταγωνιστικές τιμές και κανένας ιδιώτης δεν θα υποχρεωθεί να τις παρέχει, όπως κάνει η ΔΕΗ με απόφαση του μετόχου-Δημοσίου.
Εξίσου σημαντική παράμετρος για την οικονομικότητα του συστήματος είναι οι διασυνδέσεις τόσο των νησιών όσο και με τις γειτονικές χώρες, ώστε το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας να αποτελέσει πράγματι μέρος της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και να καρπωθεί τα οφέλη. Χωρίς τη διασύνδεση των νησιών με την ηπειρωτική χώρα, το κόστος παραγωγής ρεύματος (με μαζούτ) σε αυτά θα παραμείνει πολύ υψηλό. Οι καταναλωτές θα συνεχίζουν να επωμίζονται το βάρος, που φτάνει το 1 δισ. ευρώ ετησίως. Το εάν θα το καταβάλουν στη μεγάλη ή τη Μικρή ΔΕΗ είναι αδιάφορο.
kathimerini.gr