Στα 30 δισ. ευρώ υπολογίζεται το κόστος ανάκαμψης της οικονομίας, μέσα από την αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου των κακών δανείων που έχουν οι τράπεζες, αλλά και τις ανάγκες χρηματοδότησης των υγιών επιχειρήσεων, που έχουν αποκλειστεί από τον τραπεζικό δανεισμό.
Η πρόσφατη μελέτη της PwC, που ανέλυσε 3.000 επιχειρήσεις με ετήσια έσοδα άνω των 10 εκατ. ευρώ που παράγουν το 25% του ΑΕΠ της χώρας, ανέδειξε ότι κόντρα στις περί του αντιθέτου εκτιμήσεις, ο παραγωγικός ιστός της χώρας άντεξε την περίοδο της κρίσης. Οι μισές περίπου επιχειρήσεις και συγκεκριμένα 1.391 είτε δεν χειροτέρεψαν είτε ακόμη και βελτίωσαν την οικονομική τους θέση. Στον αντίποδα ωστόσο είναι οι υπόλοιπες, από τις οποίες ένας σημαντικός αριθμός μετατράπηκε σε επιχειρήσεις «ζόμπι» που είναι καταδικασμένες σε εξαφάνιση.
Η τεχνητή διατήρηση στη ζωή αυτών των επιχειρήσεων και η μη ανάληψη πρωτοβουλιών κυρίως από την πλευρά των τραπεζών, συμπαρασύρει και το υγιές κομμάτι της οικονομίας, καθώς στερεί πόρους και κεφάλαια από εκείνο που έχει δυναμική ή μπορεί να διασωθεί με τις κατάλληλες ενέργειες. Γι’ αυτό κυρίως οι υγιείς επιχειρήσεις ή εκείνες που έχουν προοπτικές ανάκαμψης, αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό και με αυτή την έννοια, καταδικάζονται σε παρατεταμένη στασιμότητα. Oι τράπεζες που μέχρι σήμερα είχαν εγκλωβιστεί στη διαχείριση των προβληματικών δανείων από προβληματικές επιχειρήσεις, δείχνουν πλέον ότι είναι σε θέση να αναλάβουν πρωτοβουλίες, ενεργοποιώντας τις εξελίξεις για να κινητοποιηθούν τα αναγκαία κεφάλαια τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό. Η μελέτη της PwC ανεβάζει τις εν δυνάμει βιώσιμες επιχειρήσεις σε 1.300 περίπου στις οποίες οι τράπεζες θα πρέπει να εγκύψουν, προχωρώντας στην αναδιάρθρωση των δανείων τους και την αναχρηματοδότηση, προκειμένου να διασωθούν.
Πρόκειται για επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν το 69% του εταιρικού δανεισμού από τις τράπεζες και το 56% του κύκλου εργασιών (στοιχεία 2012), αλλά η κερδοφορία τους επιτρέπει, κάτω από προϋποθέσεις, την εξυπηρέτηση των δανείων τους προς τις τράπεζες και την επαναφορά σε υγιή βάση. Οι κεφαλαιακές ανάγκες που έχουν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις ανέρχονται στα 10 δισ. ευρώ περίπου, ενώ επιπλέον 5 δισ. ευρώ εκτιμάται ότι είναι τα κεφάλαια που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, που σύμφωνα με την ίδια ανάλυση αριθμούν περί τις 800 και μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω. Πρόκειται για επιχειρήσεις με δανεισμό που δεν ξεπερνά το 10% του συνολικού δανεισμού του εταιρικού τομέα και οι οποίες διαθέτουν υψηλό δείκτη λειτουργικής κερδοφορίας.
Στα 10 δισ. ευρώ που απαιτεί το υγιές ή το οιονεί βιώσιμο κομμάτι της οικονομίας, προστίθενται άλλα 15 δισ. ευρώ που αποτελούν τον δανεισμό εκείνων που θεωρούνται καταδικασμένες και σύμφωνα με τη μελέτη θα πρέπει να οδηγηθούν σε εκκαθάριση. Η ανάλυση τις κατατάσσει στην κατηγορία «ζόμπι», καθώς χαρακτηρίζονται από υψηλότατο χρέος (21% του συνολικού δανεισμού) που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από το λειτουργικό τους αποτέλεσμα, το οποίο ούτως ή άλλως προέρχεται από έναν περιορισμένο τζίρο.
Η PwC τάσσεται υπέρ της διαγραφής του χρέους των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, προκειμένου να απελευθερωθεί ένα παραγωγικό δυναμικό 2 δισ. ευρώ περίπου με τη μορφή περιουσιακών στοιχείων που θα διοχετευθεί στην οικονομία. Συνδυάζοντας τα κατάλληλα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι τράπεζες για αναδιαρθρώσεις, αναχρηματοδοτήσεις και εκκαθαρίσεις, μπορούν σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της PwC κ. Μητρόπουλο να κινητοποιηθούν επενδυτικά κεφάλαια 7 δισ. ευρώ περίπου, τα οποία θα αξιοποιηθούν για αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των βιώσιμων εταιρειών. Οι τράπεζες μετά και την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίησή τους έχουν κάνει τις απαραίτητες προβλέψεις και είναι σε θέση να προχωρήσουν σε μια γενναία διαγραφή χρέους, που θα απελευθερώσει δυναμικό και πόρους για τη διάσωση της κρίσιμης μάζας των επιχειρήσεων που απαιτούν αναδιάρθρωση για να διασωθούν. Η ανάλυση της PwC καταλήγει ότι δεν «υπάρχει ισχυρή βάση για κλαδικές πολιτικές». Η αγορά λειτουργεί κυρίως σε επίπεδο επιχειρήσεων, καθώς καταδικασμένες εταιρείες υπάρχουν ακόμη και στους πιο ανταγωνιστικούς κλάδους της οικονομίας, που η χώρα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ