Τα νέα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα απαιτούν από τους ασφαλισμένους να λειτουργούν σαν επενδυτές

Η αντίστροφη μέτρηση για την εφαρμογή του νέου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έχει ήδη ξεκινήσει και η πρόσφατη παρότρυνση στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη συμπληρωματικότητα της ιδιωτικής ασφάλισης δεν ήταν παρά μια πρώτη υπόμνηση για το τι θα επακολουθήσει. Η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά καλείται να αναλάβει αυξημένο ρόλο στη διασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης γι’ αυτούς που θα διαμορφώσουν τη σύνταξή τους με βάση το νέο σύστημα, όπως αυτό θεσμοθετήθηκε με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2010.

Η ιδιωτική ασφάλιση επιδιώκει να αποτελέσει συμπληρωματική λύση στην προσπάθεια των ασφαλισμένων να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο ασφαλιστικών παροχών. Το χτίσιμο, ωστόσο, μιας ικανοποιητικής σύνταξης για τους συνταξιούχους του μέλλοντος θα αποδειχθεί μια εξαιρετικά δύσκολη εξίσωση, στην οποία άγνωστος X δεν θα είναι μόνο οι αντοχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και οι δυνατότητες της ιδιωτικής ασφάλισης να εξασφαλίσει αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις που θα αντέξουν στον χρόνο.

Στα νέα δεδομένα, ο κλάδος της ιδιωτικής ασφάλισης υποχρεώνεται να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, που αυξάνει τις κεφαλαιακές του απαιτήσεις και τον υποχρεώνει σε μεγάλες αλλαγές σε σχέση με τις επιλογές αποταμίευσης που προσφέρει. Βασικό χαρακτηριστικό της νέας γενιάς ασφαλιστικών προγραμμάτων είναι η στροφή στα επενδυτικά προγράμματα. Πρόκειται για ασφαλιστικά προϊόντα χωρίς εγγυήσεις, γνωστά ως unit linked, η απόδοση των οποίων δεν είναι εγγυημένη και εξαρτάται από την εξέλιξη του επενδυτικού χαρτοφυλακίου, στο οποίο έχουν τοποθετηθεί τα χρήματα των ασφαλισμένων. Στα επενδυτικά προϊόντα, η εταιρεία αποδεσμεύεται πλήρως τόσο από την υποχρέωση καταβολής ισόβιας σύνταξης όσο και από την καταβολή εφάπαξ ποσού, και η μόνη υποχρέωση είναι να επιστρέψει στον πελάτη το ποσό που θα έχει συγκεντρωθεί στον λογαριασμό του όταν ο ασφαλισμένος επιλέξει να ρευστοποιήσει την επένδυσή του.

Ηδη από την αρχή του χρόνου ορισμένες εταιρείες προχώρησαν στην πλήρη κατάργηση προγραμμάτων εγγυημένων παροχών και έχουν στραφεί αποκλειστικά σε ασφαλιστικά προϊόντα επενδυτικού τύπου, στα οποία τον επενδυτικό κίνδυνο φέρει εξ ολοκλήρου ο ασφαλισμένος.

Σε ό,τι αφορά τα παραδοσιακά αποταμιευτικά προγράμματα με εγγυημένο επιτόκιο, η πλειοψηφία των ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών προχώρησε στη μείωση των επιτοκίων για τα καινούργια συνταξιοδοτικά προϊόντα. Τα μέσα επιτόκια για τα προγράμματα εγγυημένου επιτοκίου, με βάση τα οποία υπολογίζεται η σύνταξη ή το εφάπαξ ποσό που θα πάρει ο ασφαλισμένος στη λήξη της ασφάλισης κυμαίνεται πλέον μεταξύ 2% έως 2,5%, ενώ υπάρχουν εταιρείες που έχουν μειώσει το εγγυημένο επιτόκιο στο 1,75%. Στελέχη της αγοράς σημειώνουν ότι οι αποδόσεις που υπόσχονται τα ασφαλιστικά προγράμματα στη χώρα μας κινούνται πάνω από τον μέσο όρο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, όπως της Γαλλίας ή της Γερμανίας.

Στην Ελλάδα πολλά από τα παλιά συμβόλαια που ωριμάζουν σταδιακά εντός της δεκαετίας έχουν επιτόκια ακόμη και 5%, ενώ μεγάλος αριθμός προγραμμάτων είχε μέχρι πρόσφατα μέσο επιτόκιο 3% έως 3,35%, που ήταν και το ανώτατο επιτόκιο που επέτρεπε ο νόμος. Το υψηλό εγγυημένο επιτόκιο κάνει τα παλιά συμβόλαια εξαιρετικά επωφελή για τους ασφαλισμένους, μπορεί ωστόσο να υπονομεύσει το μέλλον της εταιρείας εάν αυτή δεν είναι επαρκώς αποθεματοποιημένη.




Της Ευγενιας Τζωρτζη
kathimerini.gr