Ως το 2020 επενδύσεις 140 δισ. ευρώ στη ΝΑ Ευρώπη για ηλεκτρική ενέργεια

Για το «ναυάγιο» του διαγωνισμού αποκρατικοποίησης της ΔΕΠΑ και την πορεία των επενδύσεων στους τομείς της θερμικής και πυρηνικής ενέργειας, του λιγνίτη και του άνθρακα, των δικτύων ηλεκτρισμού και των γραμμών μεταφοράς υψηλής τάσης (HV) μίλησε, από το βήμα του 7ου ενεργειακού διαλόγου Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), Κωστής Σταμπολής.

Ειδικότερα, ο κ. Σταμπολής εκτιμά ότι θα επενδυθούν περίπου 140 δισ. ευρώ, ως το 2020, σε 12 χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, σε υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας. Περίπου 90 δισ. ευρώ θα επενδυθούν σε υποδομές στους τομείς της θερμικής και πυρηνικής ενέργειας, του λιγνίτη και του άνθρακα, των δικτύων ηλεκτρισμού και των γραμμών μεταφοράς υψηλής τάσης (HV), ενώ άλλα 35 - 50 δισ. ευρώ υπολογίζεται ότι θα κατευθυνθούν στις ΑΠΕ.

Τα επενδυτικά σχέδια που βρίσκονται στα «σκαριά» για την περίοδο μέχρι το 2020 εκτιμάται ότι θα αποδώσουν περίπου 27 GW θερμικής και πυρηνικής ενέργειας, συν άλλα 15-25 GW ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Nα μην επαναληφθεί άμεσα ο διαγωνισμός για τη ΔΕΠΑ

Παράλληλα, την ελπίδα ο διαγωνισμός για τη ΔΕΠΑ δεν θα επαναληφθεί άμεσα, ή τουλάχιστον όχι πριν «φτιαχτεί η αγορά φυσικού αερίου στην Ελλάδα, ώστε να γίνει πιο δελεαστική για τους πιθανούς ξένους επενδυτές», εξέφρασε κ. Σταμπολής.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους δήλωσε ότι η Gazprom «θα επανέλθει για τη ΔΕΠΑ, αν δει ότι τα πράγματα είναι πιο σοβαρά», προσθέτοντας ότι αν γίνουν οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις στην ελληνική αγορά αερίου, η ΔΕΠΑ θα μπορούσε κάλλιστα, όπως είπε, να μπει στο επενδυτικό στόχαστρο και άλλων μεγάλων –ευρωπαϊκών- εταιρειών φυσικού αερίου.

Κατά τον κ. Σταμπολή θα πρέπει να προωθηθούν οι απαιτούμενες διαδικασίες για τη δημιουργία τουλάχιστον άλλων πέντε περιφερειακών ΕΠΑ, αλλά και να δοθούν λύσεις σε οικονομικά θέματα, όπως οι μεγάλες οφειλές του ΛΑΓΗΕ, ώστε να ανοίξει ξανά η επενδυτική όρεξη των επιχειρηματικών «γιγάντων» του ενεργειακού τομέα.

Ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ΙΕΝΕ υποστήριξε πως «εάν υπάρχει βούληση, είναι δυνατόν, μέσα σε χρονικό διάστημα 3-4 μηνών, να αρχίσουν να διευθετούνται ορισμένα θέματα της αγοράς φυσικού αερίου».

Αναφερόμενος στα πιθανά αίτια για το ναυάγιο του διαγωνισμού για τη ΔΕΠΑ, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που η Gazprom «ανέκρουσεν πρύμναν» ενδέχεται να σχετίζεται αφενός με «την απουσία ενός αξιόπιστου και συνεχούς συνομιλητή», πέραν του ΤΑΙΠΕΔ και, αφετέρου, με το γεγονός ότι, αν οι Ρώσοι αποκτούσαν τη ΔΕΠΑ, θα έπρεπε να μειώσουν τις τιμές πώλησης του φυσικού αερίου προς την Ελλάδα, πιθανώς κατά 15%-20%, με δεδομένο ότι το 2012, η Ελλάδα και η Βουλγαρία πλήρωναν το ρωσικό αέριο ακριβότερα, σε σχέση με άλλες χώρες της περιοχής και συγκεκριμένα προς 13,5 και 15,9 δολάρια ανά εκατομμύριο btu –μονάδα μέτρησης θερμικής ενέργειας- έναντι, πχ, 11,7 δολ για την Ουγγαρία.

Ο κ. Σταμολής εκτιμά ότι αυτό θα μπορούσε να έχει ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στον σχεδιασμό του ρωσικού κολοσσού για την ευρωπαϊκή αγορά, καθώς, όπως επισήμανε, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της είδησης για τη μείωση των τιμολογίων, έξω από την «πόρτα» της Gazprom θα συγκεντρώνονταν μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, που θα πίεζαν για αντίστοιχες ευνοϊκές τιμολογιακές αναπροσαρμογές.

Όπως εξήγησε, το 2012, η Gazprom αναγκάστηκε να καταβάλει, υπό μορφή επιστροφών, 3,5 δισ. ευρώ σε μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως οι Ε.ΟΝ, Gas de France και EDF, που είχαν προσφύγει στη διεθνή διαιτησία. Έτσι, όπως υπογράμμισε, τυχόν υπαναχώρηση στο θέμα των τιμολογίων, ότι θα άνοιγε εκ νέου την όρεξη των εταιρειών αυτών για διεκδίκηση μειώσεων τιμών, κάτι που ουδόλως θα επιθυμούσε η ρωσική πλευρά και που, τελικά, θα μετέτρεπε την εξαγορά της ελληνικής εταιρείας σε εξαιρετικά δαπανηρό εγχείρημα για τους Ρώσους.