Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις; Η επιχειρηματικότητα δίνει τις δικές της απαντήσεις

Όσο επιχειρούμε να αφήσουμε πίσω μας το οδυνηρό παρελθόν των μνημονίων και της βίαιης διαρθρωτικής προσαρμογής, τόσο θα έπρεπε να εντείνεται ένας σοβαρός και τεκμηριωμένος δημόσιας διάλογος για την κληρονομιά των προγραμμάτων και κυρίως για το περιεχόμενο της αναπτυξιακής στρατηγικής από εδώ και πέρα. Ιδιαιτέρως καθώς, όπως αποδεικνύεται και από τα φαινόμενα των τελευταίων ημερών στο χρηματιστήριο και στις τράπεζες, η ανάκαμψη της οικονομίας είναι ακόμα εξαιρετικά εύθραυστη. Τα αποτελέσματα της ετήσιας έρευνας γνώμης του ΣΕΒ και της MRB «ο Σφυγμός του Επιχειρείν», που μόλις δημοσιοποιήσαμε αποτελούν έναυσμα για μια τέτοια συζήτηση. Εκεί αναδείχτηκαν ενδιαφέροντα, αν και μάλλον απογοητευτικά, ευρήματα για το πραγματικό αποτύπωμα των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία και τις δυσκολίες που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα.

Παρά τις επίπονες μεταρρυθμίσεις, οι όποιες βελτιώσεις που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια δεν είναι ικανοποιητικές. Σχεδόν μια στις δυο επιχειρήσεις δηλώνει ότι δεν είδε κανένα θετικό αποτέλεσμα στην καθημερινή λειτουργία της, από τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν, παρόλο που στόχευαν ακριβώς σε αυτό. Οι βασικοί δείκτες του επιχειρηματικού περιβάλλοντος παραμένουν ακόμα κάτω από τη βάση και 7 στους 10 επιχειρηματίες δηλώνουν δυσαρεστημένοι. Η διαφθορά αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες και αποτελεί πλέον το δεύτερο σημαντικότερο εμπόδιο στο ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Πάγια διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η υπερφορολόγηση, το έλλειμμα υποδομών, οι κλειστές αγορές, η πολυνομία, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης κ.ά., εξακολουθούν να παραμένουν και να παρεμποδίζουν τον επενδυτή και τον επιχειρηματία, παρά τα μέτρα που έχουν παρθεί.

Εύλογα συνεπώς γεννάτε το ερώτημα. Γιατί αποτυγχάνουν οι μεταρρυθμίσεις;

Παρόλο που τα ευρήματα δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις, ιδίως όσες αφορούν στην αγορά προϊόντων και υπηρεσιών, για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά προϋποθέτουν την ύπαρξη μια οικονομίας που παράγει, μιας κοινωνίας που καταναλώνει, και αγορών που ανταγωνίζονται τόσο στον εγχώριο όσο και στο διεθνή στίβο. Για αυτές θα αναμένουμε δηλαδή να δούμε τα αποτελέσματα τους από τώρα και στο εξής και όσο η οικονομία θα ανακάμπτει, εφόσον φυσικά δεν αρχίσουμε να τις ξηλώνουμε. Ωστόσο πρέπει να παραδεχτούμε ότι πολλές μεταρρυθμίσεις αλλιώς σχεδιάστηκαν και αλλιώς εφαρμόστηκαν στην πράξη. Άλλες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί και ορισμένες δεν έχουν καν εφαρμοστεί.

Οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται στα χαρτιά και είναι καταδικασμένες να αποτύχουν εάν δεν έχουν διαμορφωθεί μαζί με αυτούς που θα τις υλοποιήσουν ή θα τις υποστούν. Εάν δεν υπακούν σε ένα συνεκτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που στηρίζεται λογική του «χάνω κάτι αλλά κερδίζω κάτι άλλο». Εάν δεν διαθέτουν συγκεκριμένο και σαφή σχεδιασμό, εάν δεν έχει προηγηθεί εκτίμηση κόστους-οφέλους. Κυρίως εάν δεν υπάρχει η δέσμευση και η θέληση μιας ηγεσίας με σαφή μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό να το εφαρμόσει. Στη δική μας περίπτωση δυστυχώς απουσίαζαν όλα αυτά μαζί. Γι’ αυτό και ο θετικός αντίκτυπος στην οικονομία είναι ακόμη αναιμικός. Για αυτό και ο όρος μεταρρύθμιση έχει απαξιωθεί.

Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι. Τα προβλήματα δεν λύνονται με ανακοινώσεις καλών προθέσεων, χωρίς να παράγεται κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο ΣΕΒ είχε κατά το παρελθόν προτείνει τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού εκτίμησης επιπτώσεων τόσο για τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που σχεδιάζονται όσο και για τα μέτρα που έχουν ήδη εφαρμοστεί, ώστε να λαμβάνονται αποφάσεις στη βάση τεκμηρίωσης και πραγματικού αντικτύπου στην οικονομία και στην κοινωνία. Αξίζει ίσως να επανεξετάσουμε αυτή την πρόταση ξεκινώντας με τις 39 συγκεκριμένες προτάσεις που ανέδειξαν σε άμεση προτεραιότητα οι επιχειρήσεις μέσα από το φετινό «Σφυγμό του Επιχειρείν».

του Άκη Σκέρτσου, Γενικού Διευθυντή ΣΕΒ