Ιδιοκτήτες: Πώς μπορούν να αμφισβητήσουν τις αντικειμενικές αξίες

Νέο επεισόδιο στο σίριαλ με τις αντικειμενικές αξίες στις οποίες υπολογίζεται ο ΕΝΦΙΑ μετά την απόφαση του ΣτΕ που βάζει κανόνες, δείχνοντας τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι φορολογούμενοι, αλλά και οι εφορίες.

Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν έχουν ακυρωθεί συνολικά οι αντικειμενικές τιμές σε κάποια περιοχή ή δήμο από το ΣτΕ, ο κάθε ιδιοκτήτης μπορεί να αμφισβητήσει την αξία του ακινήτου στην οποία υπολογίστηκε ο ΕΝΦΙΑ. Δεν αρκεί όμως να διαμαρτυρηθεί ότι αδικείται, αλλά πρέπει να αντιπροτείνει ο ίδιος μία αληθινή αξία στην οποία τιμολογείται το ακίνητό του προκειμένου να πείσει ότι πρέπει και οι φόροι περιουσίας που τον βαρύνουν να υπολογιστούν σε άλλες τιμές και όχι στις αντικειμενικές.

Τα δικαστήρια ζητούν στοιχεία

Η νέα απόφαση του ΣτΕ για «την αμφισβήτηση νομιμότητας της ρύθμισης περί τιμής ζώνης στην οποία στηρίζεται ο υπολογισμός του ΕΝΦΙΑ» προκλήθηκε μετά από ένδικη προσφυγή φορολογουμένου κατά της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) στην οποία είχε απευθυνθεί ζητώντας να μην ισχύσει ο αντικειμενικός προσδιορισμός της αξίας του ακινήτου του. Ουσιαστικά, λοιπόν, το ΣτΕ δικαιώνει την κρίση της ΔΕΔ, επισφραγίζοντας ότι ενδικοφανείς προσφυγές μπορούν να ασκούνται και σε τέτοιες περιπτώσεις από τους πολίτες, υπό τον όρο όμως ότι θα είναι τεκμηριωμένες.

Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή ξεκαθαρίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

■ Ο φορολογούμενος δύναται με δική του πρωτοβουλία να αποστεί από την εφαρμογή του τεκμαρτού/αντικειμενικού τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας ζητώντας από το δικαστήριο να προσδιορίσει άλλη αξία εφόσον θεωρεί ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου του είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία αξία του.

■ Σε περίπτωση που το δικαστήριο ορίσει άλλη αξία του ακινήτου, ακυρώνεται ο υπολογισμός του ΕΝΦΙΑ. Η απόφαση όμως αφορά στον φορολογούμενο που έχει έννομο συμφέρον.

■ Ωστόσο, και πάλι το εκκαθαριστικό του ΕΝΦΙΑ δεν ακυρώνεται στο σύνολό του, αλλά μόνο κατά το μέρος που στηρίζεται σε τιμή ζώνης που ξεπερνά την πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου.

■ Εφόσον η σχετική διάταξη περί τιμής ζώνης δεν έχει ακυρωθεί ήδη από το Συμβούλιο της Επικρατείας (όπως συνέβη σε ολόκληρους δήμους στο πρόσφατο παρελθόν), ο φορολογούμενος δεν αρκεί να αμφισβητήσει με την ενδικοφανή προσφυγή του στη ΔΕΔ ή κατόπιν στα δικαστήρια τη νομιμότητα της σχετικής διάταξης περί τιμής ζώνης των ακινήτων στην περιοχή στην οποία βρίσκεται η περιουσία του.

■ Αντιθέτως, ακόμα και εάν ισχυρίζεται ότι η τιμή ζώνης δεν καθορίστηκε εξαρχής ορθώς ή ότι δεν συνάδει πλέον με τις τρέχουσες τιμές (λόγω κρίσης της κτηματαγοράς κ.λπ. ή λόγω της κακής κατάστασης του συγκεκριμένου ακινήτου), υποχρεώνεται -με βάση τη νέα απόφαση του ΣτΕ- να προβάλει με συγκεκριμένο ισχυρισμό ότι η εφαρμοσθείσα τιμή ζώνης είναι (ουσιωδώς) μεγαλύτερη από την πραγματική αγοραία τιμή του ακινήτου του.

■ Για να φτάσει στον στόχο του θα πρέπει επίσης να διατυπώσει συγκεκριμένο αίτημα ως προς το ύψος στο οποίο πρέπει να καθοριστεί η επίμαχη αγοραία αξία, συνοδευόμενο μάλιστα από έγγραφα στοιχεία τεκμηρίωσής της.

■ Αν ο φορολογούμενος παραλείψει να προτείνει και να αποδείξει την πραγματική αξία του ακινήτου, τότε η ενδικοφανής προσφυγή που έκανε στη ΔΕΔ απορρίπτεται αυτομάτως ως αόριστη και αναπόδεικτη, ενώ περαιτέρω απορρίπτεται και η προσφυγή του στα δικαστήρια κατά της (σιωπηρής ή ρητής) απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής του.

του Κωστή Πλάντζου
newmoney.gr

Εγγραφείτε στο newsletter για τα τελευταία επιχειρηματικά και επενδυτικά νέα