Το CISD παρακολούθησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την προσπάθεια αναθεώρησης του ισχύοντος Θεσμικού Πλαισίου που αφορά στον Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό
καθώς αποτελεί το βασικότερο εργαλείο για την ορθή διαχείριση της Αειφόρου Ανάπτυξης της χώρας μας.
καθώς αποτελεί το βασικότερο εργαλείο για την ορθή διαχείριση της Αειφόρου Ανάπτυξης της χώρας μας.
Ωστόσο, μετά από λεπτομερή μελέτη των άρθρων του νομοσχεδίου και της αιτιολογικής έκθεσης που το συνοδεύει, διαπίστωσε ότι το Σχέδιο Νόμου που προωθεί το αρμόδιο Υπουργείο, με τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος, μετατρέπει τον εθνικό στρατηγικό προγραμματισμό και σχεδιασμό σε ένα απλουστευμένο «Οδικό χάρτη» γενικόλογων δράσεων, μέτρων και έργων, που δεν λαμβάνουν υπόψη την εθνική χωρική – αναπτυξιακή διάσταση και τα γεωγραφικά δεδομένα του χώρου.
Το Κράτος, που οφείλει να προγραμματίσει και να συντονίσει την μελλοντική παραγωγική δραστηριότητα και οικονομική ανάπτυξη στη χώρα, μέσω της ισόρροπης ανάπτυξης όλων των τομέων της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, εκχωρεί σήμερα αυτό το δικαίωμα στα σχέδια των επιχειρηματικών κύκλων.
Το CISD θεωρεί ότι αυτό το Σχέδιο Νόμου αποτελεί τροχοπέδη στην ισόρροπη ανάπτυξη της χώρας, και καλεί τους Έλληνες Βουλευτές να το καταψηφίσουν, σεβόμενοι την ευθύνη τους απέναντι στον Έλληνα Πολίτη τον οποίο εκπροσωπούν, λαμβάνοντας υπόψη ότι:
- ο Αναπτυξιακός Προγραμματισμός και ο Χωροταξικός Σχεδιασµός, είναι έννοιες Συνταγματικά κατοχυρωμένες και αποτελούν υποχρεώσεις του Κράτους
- διαχρονικά, έχει ασκηθεί μεγάλη κριτική για τον ελλιπή τρόπο που ασκήθηκε έως σήμερα ο Χωροταξικός Σχεδιασμός, με ανυπολόγιστες συνέπειες για τη χώρα, τους πολίτες, το φυσικό και δοµηµένο περιβάλλον
- πλήθος σφοδρών ενστάσεων και παρατηρήσεων κατατέθηκαν από ειδικούς επιστήμονες και φορείς κατά την Ανοικτή Διαβούλευση του Σχεδίου Νόμου που έληξε την 22.05.14.
Το CISD θεωρεί ότι η ελεύθερη κρίση των βουλευτών οφείλει να είναι ταυτόχρονα απόλυτα τεκμηριωμένη και για τον λόγο αυτό παραθέτει συνοπτικά τους λόγους καταψήφισης του Σχεδίου Νόμου ενώ στο συνημμένο Παράρτημα παρατίθενται αναλυτικά οι κατ’ άρθρο Παρατηρήσεις.
Το Σχεδίου Νόμου, που παρουσιάζεται ως «ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας», έχει σημαντικές παραλείψεις, συγχύσεις και στρεβλώσεις που καταστρατηγούν κατάφωρα την ίδια την έννοια «Χωροταξία», σηματοδοτώντας την ιστορική ανατροπή επί τα χείρω του Χωροταξικού και Πολεοδομικού Σχεδιασμού της χώρας.
Εκφυλίζει την «Χωροταξία», από Στρατηγικό Αναπτυξιακό Σχεδιασμό, σε εργαλείο εξυπηρέτησης υπαγορευόμενων βραχυ-μεσοπρόθεσμων πολιτικών και «Χωροταξικό των ‘Έργων» προς την κατεύθυνση της οποιασδήποτε συγκυριακής έννοιας της «Ανάπτυξης» μέσω μιας κατευθυνόμενης «Χωροθέτησης», καθώς ο Σχεδιασμός όλων των επιπέδων είναι δυνατό να εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την πίεση επιχειρηματικών συμφερόντων και μπορεί να αναθεωρείται οποτεδήποτε, κατά τη βούληση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΚΑ ή και άλλων συναρμόδιων αρχών, όπως του Υπουργείου Τουρισμού (Άρθρο 5, παρ. 5).
Δεν λαμβάνει υπόψη την «Χωρικότητα», βασικό χαρακτηριστικό του οικονομικού προγραμματισμού, ούτε το διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο στον τοµέα της αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης, όπου πάγια έχουμε την παρέµβαση του κρατικού μηχανισμού.
Αντικαθιστά την σταθερότητα, την διαφάνεια και την αναγκαία αντικειμενικότητα στις διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού, με «ελαστικά» εργαλεία που, κατά περίπτωση, παραδίδουν τον χωροταξικό σχεδιασμό στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία και στους «επενδυτές», οι οποίοι αποκτούν τη δυνατότητα ακόμη και πολεοδόμησης ή κατά βούληση ρύθμισης των πάντων, με τη θέσπιση περιοχών παραγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. (Άρθρο 9, παρ. 1.3.2).
Εξοστρακίζει πλήρως το Περιβάλλον, καθώς εισάγει εντονότερη σύγχυση στη σχέση των Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) και Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) με τον χωρικό σχεδιασμό υποβαθμίζοντας την αξία και σημασία των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.
Παραλείπει κάθε αναφορά, έστω και στοιχειώδη, στην υποχρεωτική, από το νόμο και την Σύμβαση της Βαρκελώνης, Ολοκληρωμένη Διαχείριση του Παράκτιου Χώρου.
Δεν επιλύει το καίριο ζήτημα των συναρμοδιοτήτων στην διαχείριση του αειφόρου σχεδιασμού, καθώς εκτός του ΥΠΕΚΑ εμπλέκει και άλλα Υπουργεία και Φορείς με αντικρουόμενα ενδιαφέροντα και συμφέροντα.
Η επιχειρούμενη μερική αναμόρφωση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας (ΕΣΧ) είναι άτολμη, καθώς οι αρμοδιότητες παραμένουν ασαφείς και σε τελική φάση εξουδετερώνονται από την νέο-ιδρυόμενη Εκτελεστική Επιτροπή (Άρθρο 3, παρ. 3).
Παραδίδει, στην κυριολεξία, την «αξιοποίηση των πηγών εθνικού πλούτου και την αειφόρο τοπική ανάπτυξη των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών» (άρθρο 106 παρ.1 του Συντάγματος), σε τυχαίες και ευκαιριακές επιλογές, που ουδόλως ενδιαφέρονται για την εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και ανάπτυξη των οικισμών με καλύτερους όρους διαβίωσης.
Ακολουθεί τις επιταγές του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, σε αντίθεση με το Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις πρέπει να γίνονται «κατά τους κανόνες της επιστήμης» (άρθρο 24 παρ.2 του Συντάγματος) αναιρώντας ακόμη και τις ισχύουσες διατάξεις που κατοχύρωναν τουλάχιστον τις βασικές έννοιες του Εθνικού Χωροταξικού και Πολεοδομικού Σχεδιασμού.
Αποδίδει στον Χωροταξικό Σχεδιασμό, όπως αποτυπώνεται μέσω των «Στρατηγικών Χωροταξικών Πλαισίων», μια μονοσήμαντη/μονομερή αναπτυξιακή στρατηγική η οποία βασίζεται έωλα σε γενική πρόταση χωροταξικής οργάνωσης συγκεκριμένων τομέων παραγωγικών δραστηριοτήτων εθνικής και μόνο σημασίας χωρίς να λαμβάνει υπόψη την διαδικασία που συντελείται μέσα στο χρόνο.
Εξοστρακίζει πλήρως την κοινωνική, περιβαλλοντική, πολιτισμική και οικονομική διάσταση και εδραιώνει την απρογραμμάτιστη, ανορθολογική και καθοδηγούμενη ανάπτυξη, αγνοώντας τις ευρωπαϊκές και εθνικές επιταγές για την προώθηση ενός Σχεδιασμού που βασίζεται στην Αειφόρο αντίληψη της Ανάπτυξης.
Μετατρέπει την Δημόσια Περιουσία, από μελλοντική «ρεζέρβα γης», σε προϊόν συναλλαγής
Μειώνει τα επίπεδα σχεδιασμού σε 4, μη επιτυγχάνοντας ωστόσο ούτε και τους βασικούς στόχους καθώς οδηγεί σε πλήρη διάρρηξη του Χώρου με ενδεχόμενη συνέπεια τη δημιουργία γεωγραφικών θυλάκων χωρίς συσχετισμό, καθώς η χρονική εμβέλεια δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιθυμητή -κατά τον συντάκτη- οικονομική ανάπτυξη.
Ανατρέπει βασικές επιλογές και κυρίως την συνολική ισορροπία των Ειδικών Χωροταξικών Σχεδίων χάριν της «Νομικής Δεσμευτικότητας» αυτώνως προς τις γενικές κατευθύνσεις.
Προσδιορίζει ως «προβληματικές ζώνες» τις ευαίσθητες και εύθραυστες παράκτιες, θαλάσσιες, νησιωτικές, ορεινές περιοχές, που αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό της χώρας μας και τις αντιμετωπίζει αδιάφορα χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη ειδικής αντιμετώπισης (ολοκληρωμένος σχεδιασμός και διαχείριση) καθώς δέχονται τις μεγαλύτερες πιέσεις από την ανάπτυξη ανθρώπινων δραστηριοτήτων με αποτέλεσμα ισχυρές συγκρούσεις σε θέματα ανάπτυξης και προστασίας περιβάλλοντος.
Από τα ανωτέρω συνοπτικά προκύπτει ότι ενώ η αρνητική οικονομική συγκυρία αναμενόταν να καθοδηγήσει τον συντάκτη του νομοσχεδίου προς ένανεμπνευσμένο εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό, αντίθετα τον εγκλώβισε σε μίζερη διαχείριση του θέματος κάτω από το φοβικό κλίμα της κρίσης, με αποτέλεσμα την σύνταξη ενός νομοσχεδίου που τελικά ούτε την αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει.
Ακόμη και ο κύριος στόχος του Αναπτυξιακού Προγραμματισμού, που έχει επιβληθεί και καθοριστεί από τους Κανονισμούς των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν καλύπτεται, καθώς οι προτάσεις δεν έχουν την στοιχειώδη θεσμική κάλυψη και δεν αντικατοπτρίζουν τα νέα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και τους τοµείς που χρηματοδοτούνται στη βάση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
Τα σοβαρά κενά (κυρίως οριοθετικού χαρακτήρα), που προκύπτουν αλλοιώνουν ακόμη και την έννοια της «Επικουρικότητας» του Οικονομικού Προγραμματισμού ως προς τον Χωροταξικό Σχεδιασμό καθώς δεν δεσμεύουν επαρκώς τους αναπτυξιακούς στόχους µε αποτελεσματικό τρόπο.
Ταυτόχρονα, εγκαταλείπεται ακόμη και η προσέγγιση που είχε υιοθετήσει η χώρα μας για την υλοποίηση του Χωροταξικού Σχεδιασμού, «από πάνω προς τα κάτω»(Top-Down), που προσδίδει επικουρικό ρόλο στα Περιφερειακά Σχέδια έναντι των Εθνικών, που χαράζουν τις βασικές πολιτικές στρατηγικού χαρακτήρα.
Ωστόσο, η ανάγκη εκπόνησης ενός ικανού πλαισίου Εθνικής Στρατηγικής Χωροταξικού και Πολεοδομικού Σχεδιασμού είναι περισσότερο από ποτέ υπαρκτή, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές και κρίσιμες εξελίξεις, αλλά και τις μελλοντικές προκλήσεις, όπως:
- τα αυξανόμενα χωροταξικά προβλήματα που έχουν αρχίσει να επηρεάζουν αρνητικά ορισμένες παραγωγικές δραστηριότητες (πχ. τουρισμό),
- το αυξανόμενο κόστος του μεταπολεμικού μοντέλου οικιστικής ανάπτυξης,
- το νέο διοικητικό τοπίο
- τα νέα αιτήματα µακρο-χωρικού σχεδιασμού που απορρέουν από τα μεγάλα έργα που χρηματοδοτούνται από τα ΕΣΠΑ
- τις πιέσεις που εκπορεύονται από το ΣτΕ.
Προϋπόθεση, όμως, οποιουδήποτε Εθνικού Σχεδιασμού αποτελεί η ύπαρξη εμπνευσμένου οράματος που θα οδηγεί σε μακρόπνοους στρατηγικούς στόχους που θα εγγυώνται την ισόρροπη αειφόρο ανάπτυξη της χώρας, στοιχεία που απουσιάζουν από το πνεύμα του Σχεδίου Νόμου για τον «Χωροταξικό και Πολεοδομικό Σχεδιασμό».
Το γεγονός αυτό αποτελεί και τον κορυφαίο λόγο που υποχρεώνει Εσάς, τους εκπρόσωπους ενός ταλανιζόμενου Λαού, να ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΤΕ ΥΠΕΥΘΥΝΑ την ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΗ του εν προκειμένω Σχεδίου Νόμου (οποιαδήποτε στιγμή εισαχθεί στην Βουλή), καθώς περισσότερο από ποτέ η Ελλάδα έχει σήμερα ανάγκη να αποκτήσει εμπιστοσύνη σε εμπνευσμένο σχεδιασμό και υλοποίηση μακρόπνοων στρατηγικών στόχων και όχι να παραμείνει στην ανασφάλεια της «αρπαχτής».
Διαβάστε παρακάτω την ανοικτή επιστολή που απέστειλε το Παρατηρητήριο Πολιτών στα Μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου: