Oι ενστάσεις στο πλαίσιο ασφαλιστικής διαμεσολάβησης-Τα θετικά μέτρα και οι προτάσεις

Θετικές εντυπώσεις προκάλεσε σε γενικές γραμμές το σχέδιο νόμου για την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, με το οποίο η Ελλάδα έρχεται να προσαρμόσει το θεσμικό της πλαίσιο στην σχετική Κοινοτική Οδηγία (IDD, Insurance Distribution Directive).

Στόχος της Κοινοτικής Οδηγίας είναι να προστατεύσει τα συμφέροντα των πελατών μέσα από επαρκή πληροφόρηση και διαφάνεια, ανεξάρτητα από το δίκτυο μέσω του οποίου προσεγγίζεται προκειμένου να συνάψει ασφαλιστικό συμβόλαιο. Επίσης, επιδιώκεται η τόνωση του ανταγωνισμού μεταξύ εταιρειών και δικτύων, με τελικό στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων.

«Δεν θα πρέπει κάποιος να νομίσει ότι μέχρι τώρα τα πράγματα ήταν ανεξέλεγκτα, καθώς οι περισσότερες πρόνοιες που εμπεριέχονται στο νέο θεσμικό πλαίσιο ήδη προϋπήρχαν. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε αναβάθμιση-αυστηροποίηση του πλαισίου ενδυναμώνει το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης και την εμπιστοσύνη των πελατών σε αυτόν» υποστηρίζει γνωστός παράγοντας της αγοράς.

Ωστόσο, δεν λείπουν και εκείνοι που καταγγέλλουν ότι η «ελληνική μετάφραση» της Κοινοτικής Οδηγίας υπήρξε σε ορισμένα ζητήματα… ελλιπής, υπονοώντας ότι με τον τρόπο αυτό επιχειρείται να «χαϊδευτούν» συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες.

Eιδικότερα, καταγγέλλεται σε Ελλάδα και Κύπρο ότι η προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου καθυστέρησε και επιπλέον ότι δεν περιέχεται σ’ αυτήν η δήλωση στον πελάτη της προμήθειας που θα εισπράξει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής για τις υπηρεσίες που προσέφερε.

H απάντηση που δίδεται από διαμεσολαβητές είναι πως η Κοινοτική Οδηγία IDD προβλέπει την ελάχιστη δυνατή εναρμόνισή της από τα εθνικά θεσμικά πλαίσια. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, η IDD αναφέρει πως ο διαμεσολαβητής πρέπει να απαντήσει -αν ρωτηθεί από τον πελάτη- το είδος της αμοιβής που εισπράττει και όχι το ύψος αυτής. Ως αποτέλεσμα, άλλες ευρωπαϊκές χώρες προχώρησαν πέραν από την ελάχιστη εναρμόνιση και θεσμοθέτησαν την υποχρεωτική ανακοίνωση του ύψους προμήθειας, πράγμα όμως που δεν έγινε στις περιπτώσεις της Ελλάδας και της Κύπρου.

Συζητήσεις-αντιδράσεις έχουν εκφραστεί για τον αναγκαστικό προβλεπόμενο διαχωρισμό των δραστηριοτήτων του μεσίτη και του πράκτορα ασφαλίσεων, με το σκεπτικό ότι η σύμπραξή τους οδηγεί σε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων (ο μεσίτης λειτουργεί για λογαριασμό του πελάτη και ο πράκτορας της ασφαλιστικής εταιρείας). Η ουσία είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα των μεσιτών είτε θα αναγκαστεί είτε να μετατραπεί σε πράκτορα, είτε -όπως λέγεται- θα ιδρύσει μια δεύτερη πρακτορειακή εταιρεία.

Πέραν αυτών, ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Συμβούλων προχώρησε σε μια σειρά προτάσεων-βελτιώσεων επί του Σχεδίου Νόμου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται:
  • Πρώτον, να προβλέπεται μια ελάχιστη αποζημίωση του διαμεσολαβούντα ακόμη και στην περίπτωση που αυτός αποχωρήσει οικειοθελώς από την εταιρεία.
  • Δεύτερον, να ξεκαθαριστεί ότι τα χρήματα που θα εισπράττουν όσοι διαμεσολαβητές συνταξιοδοτούνται θα έχουν τη μορφή της αποζημίωσης και όχι του εισοδήματος, προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν εξοντωτική φορολόγησή τους.
  • Τρίτον, να προβλεφθεί δυνατότητα αμοιβής για σύσταση πελατείας μεταξύ μεσιτών και πρακτόρων.
  • Τέταρτον, να συντάσσεται «cover page» για όλους τους κινδύνους και όχι μόνο για τους μεγάλους.


euro2day.gr