ΣΕΒ: Ναι στην αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος των εργαζομένων. Αλλά πώς;

Με την ευκαιρία επανεξέτασης του νομοθετημένου κατώτατου μισθού για το 2019 όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος, εξειδικευμένοι επιστημονικοί ερευνητικοί και λοιποί φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ερευνητικών ινστιτούτων των εθνικών κοινωνικών εταίρων, υπέβαλαν τις εκθέσεις τους στο αρμόδιο όργανο. Ο νόμος προβλέπει τη δημοσιοποίηση αυτών των εκθέσεων στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εργασίας. Αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη. Ο ΣΕΒ καταθέτει δημόσια τη δική του ανάλυση πιστεύοντας ότι ο διάλογος αυτός για να είναι εποικοδομητικός επιβάλλεται να γίνει και θεσμικά και δημόσια. Σε ορισμένες από τις εκθέσεις αυτές διατυπώνονται απόψεις που προτάσσουν τις θετικές επιπτώσεις μιας αύξησης του κατώτατου μισθού στη ζήτηση, και κατά προέκταση την εδραίωση μιας πορείας ανάπτυξης, ενώ, ταυτόχρονα, αναφέρουν ότι ο κατώτατος μισθός αφορά μικρό αριθμό εργαζομένων, και, συνεπώς, μια αύξησή του θα έχει περιορισμένες επιπτώσεις στην οικονομία. Δεν εξετάζουν, πόσο μάλλον δεν απαντούν, πως από τη μια μπορεί να έχει ευεργετικές επιπτώσεις μέσω της τόνωσης της ζήτησης, και από την άλλη να έχει επίδραση μόνο σε ένα μικρό μέρος της αγοράς εργασίας. Επιπλέον, υποβαθμίζουν το σημαντικό μερίδιο της ζήτησης/ιδιωτικής κατανάλωσης στο εγχώριο ΑΕΠ (70% έναντι 56% στην ΕΕ) και ότι αυτό που επείγει είναι η τόνωση της προσφοράς /παραγωγής πρωτίστως στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών και η ταχύτερη αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και της απασχόλησης έναντι της κατανάλωσης.

Η πραγματικότητα είναι ότι μεγάλο μέρος της αγοράς μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα (1/4) έχει αμοιβές κάτω των 600 ευρώ, ιδίως σε κλάδους όπως η εστίαση (25,5%) και το εμπόριο (22,7%), το 56% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα εργάζεται σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έως 49 εργαζομένων, ενώ το 77% των μισθωτών στις μικρές επιχειρήσεις αμείβονται με αποδοχές κατώτατου και υποκατώτατου μισθού. Με αυτά τα δεδομένα που προκύπτουν από τα στοιχεία της του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, καθώς αντανακλούν τη σημερινή εργασιακή πραγματικότητα, η επίπτωση στην αγορά εργασίας από την όποια αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα είναι αμελητέα. Και είναι πολύ πιθανό ότι θα μεγαλώσει η ήδη διαδεδομένη αδήλωτη ή ημιδηλωμένη εργασία, όταν, μάλιστα, οι δυνατότητες ελέγχου για την τήρηση της εργασιακής νομοθεσίας στις μικρές επιχειρήσεις είναι τουλάχιστον περιορισμένες αν όχι ελλιπείς. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την πιθανή θετική επίπτωση μιας αύξησης της ζήτησης, στην Ελλάδα της αποδυναμωμένης παραγωγικής βάσης, των αδύναμων εξαγωγών και της υψηλής ροπής προς κατανάλωση και εισαγωγές, μια προσπάθεια τεχνητής τόνωσης της ζήτησης, που δεν προέρχεται από αύξηση της παραγωγικότητας, θα πάει σε «ξένες τσέπες», διευρύνοντας περαιτέρω το εμπορικό έλλειμμα. Έτσι όμως δεν υποστηρίζονται οι βιώσιμες επενδύσεις και η δημιουργία θέσεων εργασίας σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας.

Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι απόψεις των υπόλοιπων φορέων και ιδρυμάτων, οι οποίοι με τις δικές τους εκθέσεις επισημαίνουν κινδύνους, α) σε κλάδους που βασίζουν τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα στο υφιστάμενο ύψος του ονομαστικού μισθολογικού κόστους και του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, β) σε επιχειρήσεις που ακόμα δεν έχουν ξεπεράσει την κρίση και βαρύνονται από την κληρονομιά της, γ) στον κίνδυνο εύκολης μετατόπισης δηλωμένης απασχόλησης σε ημιδηλωμένη ή αδήλωτη, ειδικά σε μικρότερες επιχειρήσεις και με δεδομένη την κουλτούρα παραβίασης των φορολογικών και εργασιακών νόμων.

Απόψεις που επικαλούνται μικρές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας καθώς «μικρό μέρος των απασχολουμένων αμείβεται με τον κατώτατο μισθό» υποτιμούν ή και αγνοούν πλήρως τις έμμεσες επιπτώσεις μιας αύξησης του κατώτατου μισθού στην παρέκκλιση των αμοιβών από την παραγωγικότητα (Special Report: Μέλλον της Εργασίας «Μισθοί Παραγωγικότητα και Ανταγωνιστικότητα»), σε μισθολογικά κλιμάκια που ξεπερνούν κατά πολύ τον κατώτατο μισθό. Αυτό το φαινόμενο ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένο πριν το ξέσπασμα της κρίσης, λόγω της μοναδικότητας της Ελλάδας ως χώρας που ταυτόχρονα προβλέπει, α) την συλλογική διαπραγμάτευση σε κεντρικό επίπεδο, μέσω εθνικής, κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, και όχι αποκεντρωμένη διαπραγμάτευση σε επίπεδο επιχείρησης, β) υποχρεωτική διαιτησία, γ) εύκολη ή και αυτόματη επέκταση συλλογικών συμβάσεων και σε επιχειρήσεις που δεν τις έχουν υπογράψει, και δ) την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης χωρίς τη δυνατότητα εξαίρεσης για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα αναδιάρθρωσης και βιωσιμότητας. Οι απόψεις που συνηγορούν υπέρ μιας μεγάλης αύξησης του κατώτατου μισθού αγνοούν ή υποτιμούν εξόφθαλμα αυτή την πραγματικότητα, καθώς και το γεγονός ότι πλέον έχει ξαναστηθεί το σκηνικό των νομικών και θεσμικών προϋποθέσεων για τη στρεβλή και βλαπτική λειτουργία της αγοράς εργασίας, που συνετέλεσε εν μέρει στην πτώχευση της χώρας. Συνεπώς, οι μελέτες αυτές δεν απαντούν στις εύλογες ανησυχίες για τις αρνητικές “domino” επιπτώσεις που θα επέλθουν με την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Όσοι παραπέμπουν στο παράδειγμα της Πορτογαλίας που προχώρησε σε διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού μετά την έξοδο από το δικό της μνημόνιο, πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι ο κατώτατος μισθός στην Πορτογαλία εξακολουθεί και σήμερα να είναι χαμηλότερος από αυτόν της Ελλάδας καθώς επίσης ότι το διαθέσιμο εισόδημα των Πορτογάλων (συμπεριλαμβανομένων όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό) είναι υψηλότερο της Ελλάδας λόγω χαμηλότερων ασφαλιστικών εισφορών και φόρων στην εργασία. Στη χώρα μας οι εργαζόμενοι πράγματι έχουν δει τα εισοδήματά τους να μειώνονται, την ώρα μάλιστα που οι φόροι όχι μόνο στην εργασία αλλά και κάθε είδους περιουσία και δραστηριότητα ή κατανάλωση, έχουν αυξηθεί στα υψηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη. Το βέλτιστο συνεπώς θα ήταν μια αύξηση του κατώτατου μισθού σε επίπεδα συμβατά με την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της οικονομίας, αν αυτή επιβεβαιωθεί για το 2018, να συνδυασθεί με άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ώστε να έχουμε μια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους, χωρίς να υπονομευθεί η εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας. Αντιθέτως, μια μεγάλη αύξηση που δεν συνδέεται με την μεταβολή της παραγωγικότητας και δεδομένου του ήδη υψηλού μη μισθολογικού κόστους της εργασίας κινδυνεύει να εκτοπίσει από την επίσημη αγορά εργασίας αρκετούς εργαζόμενους, που θα έρθουν αντιμέτωποι είτε με την ανεργία, είτε με την απώλεια της προστασίας που προσφέρει η επίσημη απασχόληση. Αυτό έχει διαπιστωθεί σε προηγούμενη μελέτη του ΣΕΒ (Special Report Μέλλον Εργασίας 9.1.2018) και φαίνεται να επιβεβαιώνεται εκ νέου από πρόσφατα ευρήματα αδημοσίευτης μελέτης του Υπουργείου Οικονομικών, του Υπουργείου Εργασίας και του ΚΕΠΕ καθώς και από ευρήματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Καθίσταται, συνεπώς, επιτακτική η ανάγκη, ειδικά στην παρούσα συγκυρία της αναιμικής ανάκαμψης, η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων μέσω αύξησης του κατώτατου μισθού να μην οδηγήσει σε αύξηση του κόστους για τις επιχειρήσεις. Η οποιαδήποτε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα μπορούσε να προχωρήσει -όχι μόνο με αναστροφή της αύξησης που είχε γίνει το 2016- αλλά και με μια πρόσθετη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, που μπορεί να χρηματοδοτηθεί μέσω της μείωσης του «αφορολόγητου». Για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, η μείωση του οριζόντιου «αφορολόγητου», όμως, πρέπει την ίδια ώρα να συμπληρωθεί από μια γενναία, ουσιαστική και όχι προσχηματική αύξηση της επιστροφής φόρου στις οικογένειες με παιδιά, για παράδειγμα, €500 για κάθε παιδί αντί €50 που ισχύει σήμερα, ώστε να αυξηθεί σημαντικά το αφορολόγητο, καθώς και μια αύξηση της επιστροφής φόρου, για παράδειγμα κατά 200 ευρώ ανά 5ετία αύξησης της ηλικίας στους συνταξιούχους άνω των 70 ετών. Έτσι, η ήδη νομοθετημένη μείωση του «αφορολόγητου» δεν θα τραυματίσει τους αδυνάμους. Αντίθετα, θα θωρακίσει το διαθέσιμο εισόδημα από μισθούς και συντάξεις, και θα ενισχύσει το κοινωνικό κράτος. Παράλληλη προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να ενισχυθούν και οι ενεργές πολιτικές απασχόλησης, αφενός υποστήριξης των νέων, ιδίως με δεδομένη την πρόθεση κατάργησης του «υποκατώτατου» μισθού, και αφετέρου της δια βίου επανεκπαίδευσης όσων έχουν χαμηλές δεξιότητες, καθώς και όσων έχουν χάσει τις δεξιότητες τους όντας μακροχρόνια άνεργοι.

Συμπερασματικά, σε μια χώρα χαμηλής ανταγωνιστικότητας, είναι αδύνατο μια επιχείρηση να πληρώνει καλύτερους μισθούς, όταν, μάλιστα, δεν έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση, και επιβιώνει μέσα σε φορολογικούς και ρυθμιστικούς παραλογισμούς, δραστηριοποιουμένη στη γκρίζα οικονομία, καταδικασμένη να παραμένει μικρή για να μπορεί να ελίσσεται. Σε μια χώρα που οι μεγάλες επενδύσεις περιμένουν χρόνια και δεκαετίες για να πάρουν το «πράσινο φως», ή καταλήγουν σε διαιτησίες και δικαστήρια, ή και την αποχώρηση, επειδή δεν τηρούνται οι νόμοι, δεν είναι δυνατόν να γίνουν περισσότερες και μεγαλύτερες επενδύσεις, ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα και να δοθούν καλύτεροι μισθοί. Σε μια τέτοια χώρα, η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού δεν μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις στην παραγωγικότητα, την απασχόληση και την ακόμα πολύ υψηλή ανεργία. Σε κάθε περίπτωση, η βελτίωση των εισοδημάτων των εργαζομένων είναι αποτέλεσμα των επενδύσεων που οδηγούν σε συσσώρευση μέσων παραγωγής, και κερδίζονται με την παραγωγική εργασία στους χώρους δουλειάς και όχι σε υπουργικά γραφεία.

Σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις, σε νέα υποβάθμιση των προβλέψεών της για την ελληνική οικονομία προχώρησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τοποθετώντας την αύξηση του ΑΕΠ στο +2% το 2019, έναντι +2,3% κατά την εκτίμησή της τον Μάιο του 2018. Ωστόσο, η ΕΕ σημειώνει ότι οι νέες προβλέψεις βασίζονται στο σενάριο που δεν περιλαμβάνει αλλαγές στο μίγμα πολιτικής που είχε συμφωνηθεί το 2017 και συνεπώς δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμες με τις προηγούμενες. Για το πρωτογενές πλεόνασμα, στο σενάριο βάσης (χωρίς αλλαγές στο μίγμα πολιτικής), υπάρχει μία διαφορά ύψους €0,5 δισ. περίπου μεταξύ των εκτιμήσεων της ΕΕ και της ελληνικής κυβέρνησης (+3,9% του ΑΕΠ προβλέπει η ΕΕ, έναντι +4,14% σύμφωνα με το προσχέδιο προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή). Η διαφορά αυτή αναμένεται να αποτελέσει το κλειδί στην τελική διαμόρφωση του νέου πακέτου μέτρων (μη περικοπή συντάξεων, νέο πακέτο αντίμετρων κλπ). Την ίδια ώρα, η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών και οι εξαγωγές χωρίς καύσιμα και πλοία παρουσιάζουν αποδυνάμωση τον Οκτώβριο του 2018 (+0,4% και -0,3% σε όγκο αντίστοιχα), ακολουθώντας τις τάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ η άνοδος των τιμών πετρελαίου ασκεί πληθωριστικές πιέσεις, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή να εμφανίζει τη μεγαλύτερη άνοδο (+1,8%) των τελευταίων 6,5 ετών. Παράλληλα, η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα ενισχύεται σταθερά (+13,9% το διάστημα Ιαν – Αυγ 2018), ευνοούμενη από την άνοδο του τουρισμού και τη διάδοση της βραχυχρόνιας μίσθωσης κατοικιών μέσω ηλεκτρονικών εφαρμογών. Η τάση αυτή επηρεάζει και τις τιμές διαμερισμάτων, οι οποίες εμφανίζουν ανάκαμψη το 2018 (+2,5% το 3ο τρίμηνο).