Πώς βοηθά την ανάπτυξη η μείωση της φορολογίας;

Στο ερώτημα αυτό που απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες και επιχειρήσεις επιχειρεί να δώσει απάντηση η ΤτΕ στην ετήσια έκθεση της, με την επισήμανση ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης ο πολλαπλασιαστής των φόρων στην Ελλάδα υπερέβη τη μονάδα σε απόλυτες τιμές.

Η μείωση της φορολογίας, αναφέρει η ΤτΕ, επιφέρει θετικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομική δραστηριότητα, μέσω της τόνωσης τόσο της συνολικής ζήτησης όσο και της συνολικής προσφοράς.

Αναλυτικότερα, από την πλευρά της συνολικής ζήτησης, η μείωση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα, την κατανάλωση και την αποταμίευση. Εάν μάλιστα η μείωση της φορολογίας είναι μεγαλύτερη για τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, το θετικό αποτέλεσμα εισοδήματος είναι εντονότερο, δεδομένης της υψηλότερης ροπής προς κατανάλωση των κλιμακίων αυτών σε σχέση με τα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια.

Η μείωση εξάλλου των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων ενισχύει το αποτέλεσμα εισοδήματος. Περαιτέρω ενίσχυση προέρχεται και από τη μείωση της φορολογίας στα κέρδη των επιχειρήσεων, η οποία μειώνει το κόστος των επενδύσεων και παρέχει κίνητρα επενδυτικής πρωτοβουλίας, επιφέροντας αύξηση της επενδυτικής δαπάνης. Προς την ίδια κατεύθυνση, της τόνωσης δηλαδή της συνολικής ζήτησης, λειτουργεί και η επίδραση από τη μείωση της έμμεσης φορολογίας, μέσω της ενίσχυσης της καταναλωτικής δαπάνης. Από την πλευρά της συνολικής προσφοράς, η μείωση της φορολογίας εισοδήματος των νοικοκυριών από εργασία αυξάνει το καθαρό μετά το φόρο εισόδημα και ενισχύει το κίνητρο για εργασία.

Κατ’ αναλογία, η μείωση της φορολογίας εισοδήματος των επιχειρήσεων αυξάνει τη ζήτηση επενδύσεων, με θετικές επιδράσεις στο απόθεμα κεφαλαίου και κατ’ επέκταση στην παραγωγικότητα της εργασίας.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που εξετάζει η ΤτΕ είναι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και φορολογικά έσοδα. Έχει δειχθεί ότι η εκτεταμένη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, συντελώντας στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη δικαιότερη κατανομή του φορολογικού βάρους.

Αν και η αξία των ηλεκτρονικών συναλλαγών διπλασιάστηκε μέσα στην τελευταία διετία (2016-2017), η ελληνική οικονομία παραμένει στις πρώτες θέσεις μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ που χρησιμοποιούν κυρίως μετρητά στις συναλλαγές.

Η προτίμηση χρήσης μετρητών είναι δηλωτική του κινήτρου απόκρυψης εισοδήματος και αποφυγής πληρωμής φόρου, το οποίο μάλιστα σε περιβάλλον υπερ-φορολόγησης καθίσταται ιδιαίτερα ισχυρό. Καθώς όμως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων και οι περιορισμοί στις τραπεζικές συναλλαγές βαθμιαία χαλαρώνουν, ενώ ταυτόχρονα η φορολογία διατηρείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, είναι ορατός ο κίνδυνος αντιστροφής της τάσης χρήσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών.

Αναγκαία επομένως είναι η λήψη πρωτοβουλιών για τη διατήρηση και ενίσχυση της διείσδυσης των ψηφιακών πληρωμών, αλλά και η παροχή φορολογικών κινήτρων όπως η δυνατότητα κατοχύρωσης αφορολόγητου ορίου εισοδήματος μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών με ειδική έμφαση σε κλάδους με υψηλή συχνότητα απόκρυψης εισοδημάτων, όπως τα ελεύθερα επαγγέλματα.

Αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία, τέτοιες πρωτοβουλίες σχετίζονται με τη βελτίωση των υποδομών ώστε να ενισχυθεί η διείσδυση των νέων τεχνολογιών στην εγχώρια οικονομία (ψηφιακό πορτοφόλι), την εκπαίδευση των πολιτών ώστε να εξοικειωθούν με τα νέα μέσα πληρωμών, την αποκλειστική χρήση ψηφιακών πληρωμών στις συναλλαγές με το Δημόσιο, την ενίσχυση της συνεργασίας ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς (τράπεζες και επιχειρήσεις) και τη δημιουργία κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου για την ψηφιακή ανάπτυξη της χώρας.

Οι συμπερασματικές παρατηρήσεις από την ΤτΕ καταλήγουν σε τρία σημεία σε τρία σημεία:

Πρώτον: η φορολογική πολιτική στην Ελλάδα λειτούργησε προκυκλικά, οξύνοντας τις επιδράσεις του οικονομικού κύκλου.

Δεύτερον: ο τρόπος κατανομής του φορολογικού βάρους αποκαλύπτει μονιμότερου χαρακτήρα παθογένειες του φορολογικού μηχανισμού, που συνδέονται με την ελλιπή φορολογική συμμόρφωση και το υψηλό κόστος εισπραξιμότητας.

Τρίτον: παρά την εκτεταμένη χρήση του ψηφιακού χρήματος, ισχυρή παραμένει η προτίμηση χρήσης μετρητών, δηλωτική του κινήτρου απόκρυψης εισοδήματος σε περιβάλλον υπερ-φορολόγησης. Κατά συνέπεια, η μονόπλευρη εμμονή στην απόκτηση εσόδων μέσω υψηλών φορολογικών συντελεστών δεν θα πρέπει να θεωρείται αυτοσκοπός.

Αντίθετα, οι σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στη χάραξη μιας ολοκληρωμένης φορολογικής πολιτικής που, λειτουργώντας αντικυκλικά, θα αμβλύνει τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου, θα έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό και παράλληλα, μέσω της θεραπείας των παθογενειών, θα κατανέμει το φορολογικό βάρος με βάση τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.


emea.gr

Εγγραφείτε στο newsletter για τα τελευταία επιχειρηματικά και επενδυτικά νέα