Alpha: H Ελλάδα αδυνατεί να μεταβάλει δραστικά το παραγωγικό της μοντέλο

Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 αναλύει η Alpha Bank.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η ένταση αυτής της προσπάθειας εξασθενίζει την τρέχουσα δυναμική της ανακάμψεως της οικονομικής δραστηριότητας.

Το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα που επετεύχθη το 2017 αποδίδεται αποκλειστικά στην περαιτέρω μείωση των πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβερνήσεως ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς τα έσοδα μειώθηκαν στο 48,8%, από 50,2% το 2016. Αντιθέτως, τα δύο προηγούμενα έτη - όταν επεβλήθησαν σημαντικές αυξήσεις στους φορολογικούς συντελεστές τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία - τα έσοδα της Γενικής Κυβερνήσεως ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας.

Συγκεκριμένα, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβερνήσεως περιορίσθηκε σημαντικά από το υψηλό επίπεδο του 10,3% του ΑΕΠ το 2009 και μετατράπηκε εν τέλει σε πλεονασματικό από το 2013 και εντεύθεν προσεγγίζοντας το 4% του ΑΕΠ την τελευταία διετία. Στη μακρά χρονική περίοδο 2009-2017, τα έσοδα αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 9,9 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, και ταυτόχρονα οι πρωτογενείς δαπάνες μειώθηκαν κατά 4,4 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Επιπλέον, το ΔΝΤ στην πρόσφατη Έκθεση για τις Δημοσιονομικές Εξελίξεις (Fiscal Monitor, Απρίλιος 2018) εκτιμά ότι θα συνεχισθεί η μείωση των εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2020.

Στο παρόν δελτίο επιχειρούμε να εξετάσουμε το μέγεθος και τη φύση της δημοσιονομικής πειθαρχίας το 2017, σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη δυναμική της ανακάμψεως της οικονομικής δραστηριότητος καθώς και τις επιδόσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, υπογραμμίζει η Alpha.

Tο 2017, οι περισσότερες χώρες της Ζώνης του Ευρώ επέτυχαν τόσο αξιόλογες δημοσιονομικές επιδόσεις όσο και ισχυρή θέση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ιρλανδίας, όπου οι υψηλές εξαγωγές είχαν ως αποτέλεσμα η χώρα να διατηρήσει υψηλό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ταυτόχρονα να καταγράψει υψηλό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο αυτού του «ενάρετου κύκλου», η ανάπτυξη της οικονομίας στην Ιρλανδία είχε ως αποτέλεσμα και την επίτευξη υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς, η ανάπτυξη της οικονομίας απέφερε περισσότερα φορολογικά έσοδα ενώ ταυτόχρονα συμπίεσε τις δαπάνες, μέσω μειώσεως των επιδομάτων ανεργίας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, η έντονη δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε σε πρωτογενές πλεόνασμα κατά πολύ υψηλότερο του τεθέντος στόχου για το 2017. Ως αποτέλεσμα, η εγχώρια ζήτηση παρέμεινε υποτονική, και ειδικά η ιδιωτική κατανάλωση, καθώς οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές έδρασαν ανασταλτικά στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

Παράλληλα, παρά τη μεγάλη προσαρμογή που έχει επιτευχθεί στις εξωτερικές συναλλαγές την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα αδυνατεί να μεταβάλει το παραγωγικό της μοντέλο σε τέτοια έκταση που θα επέτρεπε διατηρήσιμα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Συνεπώς, η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε μεν το 2017, ωστόσο παρέμεινε στο χαμηλότερο επίπεδο στην Ευρωζώνη, καθώς ούτε η ιδιωτική κατανάλωση ούτε οι εξωτερικές συναλλαγές συνέβαλαν θετικά. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ (Έκθεση για την Παγκόσμια Οικονομία, Απρίλιος 2018), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα θα παραμείνει ελλειμματικό το 2018 και το 2019 στο 0,8% και 0,6% του ΑΕΠ αντίστοιχα.



kerdos.gr



Εγγραφείτε στο newsletter για τα τελευταία επιχειρηματικά και επενδυτικά νέα