Alpha Bank: Γιατί η μείωση του κόστους εργασίας δεν έριξε τις τιμές

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό στο ΑΕΠ ήταν έντονα ελλειμματικό κατά την περίοδο πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσεως, ενώ στην περίοδο 2009-2017 βελτιώθηκε, κυρίως ως αποτέλεσμα της δραματικής μειώσεως των εισαγωγών αγαθών, της αυξήσεως των εισπράξεων από τον τουρισμό και των εξαγωγών αγαθών. Τα τελευταία τρία έτη μάλιστα, είναι σχεδόν ισοσκελισμένο (ελαφρώς ελλειμματικό).

Υπό το παραπάνω πρίσμα η Alpha Bank πιχειρεί (α) την ανάλυση των παραγόντων που οδήγησαν για τρίτο συνεχόμενο έτος σε οιονεί ισορροπία στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας και (β) τη διερεύνηση της ευστάθειας αυτής της νέας καταστάσεως ισορροπίας καθώς η οικονομία θα εισέρχεται σε αναπτυξιακή τροχιά.

Οι εξωτερικές συναλλαγές ως διαχρονικό ανισοζύγιο επενδύσεων–αποταμιεύσεων

Σύμφωνα με την εθνικολογιστικές ταυτότητες, η εθνική αποταμίευση μπορεί να διοχετευθεί είτε στην υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων στο εσωτερικό της χώρας, είτε σε τοποθετήσεις στην αλλοδαπή αυξάνοντας το απόθεμα των καθαρών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό σε ποσότητα ίση με το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Πρακτικά τούτο σημαίνει ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κινείται παράλληλα με τη διαφορά των επενδύσεων από την αποταμίευση. Υπό αυτό το πρίσμα, η μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην πρώτη δεκαετία μετά την υιοθέτηση του ευρώ ήταν αποτέλεσμα της φθίνουσας εθνικής (δημόσιας και ιδιωτικής) αποταμιεύσεως. Παράλληλα, στην περίοδο 2006-2010, οι επενδύσεις έφθασαν στο υψηλότερο σημείο τους (26% του ΑΕΠ το 2007).

Μετέπειτα, οι επενδύσεις μειώθηκαν σημαντικά, κυρίως ως αποτέλεσμα της σημαντικής μειώσεως των επενδύσεων σε κατοικίες και σταθεροποιήθηκαν περί το 11,5% του ΑΕΠ από το 2014 έως το 2017. Παράλληλα, η συνολική εθνική αποταμίευση παρουσίασε πορεία συγκλίσεως προς το ποσοστό αυτό κατά την ίδια περίοδο οδηγώντας στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Τούτο οφείλεται στην σταθεροποίηση της αποταμιεύσεως των επιχειρήσεων και την αύξηση της ακαθάριστης αποταμιεύσεως της γενικής κυβερνήσεως (πράσινη μπάρα), η οποία κατέστη θετική με την επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων τα δύο τελευτάια έτη, ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής και παρά το γεγονός ότι η μέση ροπή προς αποταμίευση των νοικοκυριών (κίτρινη μπάρα) κατέστη αρνητική από το 2011 και έπειτα.

Το ερώτημα ωστόσο είναι πόσο ευσταθής είναι η κατάσταση ισορροπίας στις εξωτερικές συναλλαγές καθώς η ελληνική οικονομία εισέρχεται εκ νέου σε φάση μεγεθύνσεως και αναμένεται ενίσχυση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών που απαιτείται για τις επενδύσεις ανανεώσεως του μηχανολογικού εξοπλισμού.

Σημαντικό στοιχείο στην κατεύθυνση αυτή είναι να μελετήσουμε εάν υπάρχει δομική μεταβολή σε δύο άλλα πεδία, δηλαδή τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας και τη δυνατότητα υποκαταστάσεως των εισαγόμενων με εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.

Η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας βάσει του κόστους εργασίας και τιμών

Εκτός από τη μείωση των εισαγωγών ως αποτέλεσμα της αποδυναμώσεως της εγχώριας ζητήσεως, η υποχώρηση του ελλείμματος στο ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά €35,1 δισ. στην περίοδο 2008-2017 μπορεί να αποδοθεί σε σημαντικό βαθμό στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Ειδικότερα, μετά την μεγάλη απώλεια της ανταγωνιστικότητας κατά την πρώτη δεκαετία μετά την υιοθέτηση του ευρώ, η ελληνική οικονομία ανέκτησε στην περίοδο 2009-2016 το μεγαλύτερο μέρος αυτής της απώλειας, ειδικά σε όρους κόστους εργασίας, κυρίως ως αποτέλεσμα της πολιτικής της εσωτερικής υποτιμήσεως που αποτέλεσε δομικό στοιχείο των πρώτων προγραμμάτων προσαρμογής. Ωστόσο, υπάρχει απόκλιση στον δείκτη ανταγωνιστικότητας με βάση το κόστος εργασίας και τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή.

Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η μείωση του κόστους εργασίας δεν συνοδεύθηκε από αντίστοιχη μείωση των σχετικών τιμών καταναλωτή, συνοπτικά είναι: α) Η αύξηση των συντελεστών έμμεσης φορολογίας που σε βαθμό που περιορίζει την δυνατότητα μειώσεως των τιμών των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών, β) η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου (risk premia) για την άντληση δανειακών κεφαλαίων των επιχειρήσεων, λόγω της παρατεταμένης αβεβαιότητας αναφορικά με το αξιόχρεο της ελληνικών κρατικών τίτλων και γ) η αργή διαδικασία άρσεως των στρεβλώσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες δυσχέραναν τη μείωση των τελικών τιμών στον ίδιο βαθμό που μειώθηκε το κόστος εργασίας.

Στην παρούσα φάση, ωστόσο, οι ανασταλτικοί παράγοντες β) και γ) αναμένεται να αδρανοποιηθούν υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς ολοκληρώσεως του τρίτου προγράμματος και της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί.

Δυσχέρειες στην υποκατάσταση εισαγόμενων αγαθών με εγχωρίως παραγόμενα

Ο λόγος των εισαγωγών προς την εγχώρια ζήτηση (ιδιωτική και δημόσια καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη), ακολουθεί μια ανοδική πορεία (ιδιαίτερα στην περίοδο μετά το 2013 έως σήμερα), η οποία προκύπτει από την στασιμότητα της εγχώριας ζητήσεως και την αύξηση των εισαγωγών παρά το γεγονός ότι από το 2015 ισχύει το καθεστώς των κεφαλαιακών ελέγχων.

Τούτο αναδεικνύει το γεγονός ότι α) τα νοικοκυριά εξακολουθούν να έχουν ισχυρές προτιμήσεις για εισαγόμενα προϊόντα σε σχέση με τα εγχωρίως παραγόμενα και β) σημαντικό ποσοστό των αναγκών της χώρας για εισαγωγές σε διάφορους τομείς έχει ανελαστικό χαρακτήρα. Πράγματι, αναφορικά με την διάρθρωση των εισαγωγών σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των εισαγωγών αγαθών το 2017 αφορά σε προϊόντα που σχετίζονται περισσότερο με την παραγωγική διαδικασία, ήτοι κατά 63,8%.

Συγκεκριμένα το 24% αφορά εισαγωγές σε καύσιμα, το 22% σε μηχανήματα και το 17% σε χημικά προϊόντα και πρώτες ύλες. Αντίθετα, μόλις το 35,7% των εισαγωγών αγαθών αφορά σε προϊόντα που σχετίζονται περισσότερο με την καταναλωτική δαπάνη όπως τρόφιμα-ποτά (13%) και βιομηχανικά είδη (23%).



kerdos.gr



Εγγραφείτε στο newsletter για τα τελευταία επιχειρηματικά και επενδυτικά νέα