Λιανικό εμπόριο: Βούλιαξε η κατανάλωση το α' τρίμηνο του 2017

Με τους χειρότερους οιωνούς για την πορεία της κατανάλωσης έχει ξεκινήσει το 2017, προκαλώντας προβληματισμό όχι μόνο για τις επιπτώσεις στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων και στη βιομηχανία, αλλά συνολικά στην οικονομία. Την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου καταγράφηκε εντυπωσιακή υποχώρηση της αξίας πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ, κατά 15%, ενώ τον Ιανουάριο η μείωση του τζίρου άγγιξε το 10%. Τον Φεβρουάριο καταγράφηκε αύξηση 2,9% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, επίδοση όμως που οφείλεται μόνο στην τελευταία εβδομάδα του μήνα και αποδίδεται στις αυξημένες αγορές τροφίμων εν όψει της Καθαράς Δευτέρας που φέτος ήταν στις 27/2. Περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης το 2017 μεταφράζεται σε πιθανή συνέχιση της ύφεσης, με δεδομένη τη βαρύτητα που αυτή έχει στη διαμόρφωση του ΑΕΠ.

Οι νέοι έμμεσοι φόροι σε σειρά προϊόντων και υπηρεσιών, οι ασφαλιστικές εισφορές, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, παρά την όποια αποκλιμάκωση αποτυπώνεται στα στατιστικά στοιχεία, καθώς και η παρατεταμένη αβεβαιότητα που προκαλεί η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και ενισχύεται από τη συγκυρία της πολιτικής αστάθειας συνολικά στην Ευρώπη, συνθλίβουν περαιτέρω την κατανάλωση.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη η επίτευξη των στόχων για τα δημοσιονομικά μεγέθη, ειδικά, μάλιστα, εάν συνεχιστεί η αβεβαιότητα ή εάν αυτή τερματιστεί μεν, με μέτρα, όμως, που θα προκαλούν περαιτέρω περικοπές στο εισόδημα. Το σπιράλ αυτό της ύφεσης στο οποίο συνεχίζει να βρίσκεται η ελληνική οικονομία –μετά και την απρόβλεπτη υποχώρηση του ΑΕΠ κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2016– παγώνει επενδυτικά πλάνα επιχειρήσεων που βρίσκονται στην Ελλάδα και αποθαρρύνει την είσοδο νέων ξένων επενδυτών στη χώρα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της εταιρείας ερευνών αγοράς IRI, οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ το 2017 αναμένεται να υποχωρήσουν κατά 3,6% σε σύγκριση με το 2016. Το μέγιστο όριο μείωσης που προβλέπει είναι 4,4% και το ελάχιστο 2,9%. Πρόκειται για πρόβλεψη που λαμβάνει υπόψη ότι η ανεργία θα διαμορφωθεί σε περίπου 22%, ότι δεν θα υπάρξουν απρόβλεπτα γεγονότα όπως για παράδειγμα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 2015 ή δεν θα καταρρεύσει κάποια μεγάλη αλυσίδα σούπερ μάρκετ, όπως συνέβη το 2016 με τη «Μαρινόπουλος». H αποκλιμάκωση της ανεργίας από το 23,1% σε 22% από μόνη της δεν αρκεί για να ενισχύσει την κατανάλωση, καθώς πολλοί εργαζόμενοι είναι υποαμειβόμενοι.

Η νέα αυτή υποχώρηση, εάν επιβεβαιωθεί, έρχεται μετά διαδοχικές χρονιές κάμψης των πωλήσεων στον κλάδο. Το 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, η αξία των πωλήσεων υποχώρησε κατά 6,5% σε σύγκριση με το 2015, το 2015 κατά 2,1% σε σύγκριση με το 2014, το 2014 κατά 1,4% σε σύγκριση με το 2013, το 2013 κατά 3,5% σε σύγκριση με το 2012 και το 2012 κατά 3,4% σε σύγκριση με το 2011.

Καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πωλήσεων μπορεί να διαδραματίσουν ενδεχόμενες νέες φορολογικές επιβαρύνσεις. Τον Ιούλιο του 2015, μετά την υπαγωγή πολλών τροφίμων από τον συντελεστή ΦΠΑ 13% στον συντελεστή 23%, η ζήτηση στα συσκευασμένα τρόφιμα υποχώρησε κατά 7,4%, ενώ κάτι αντίστοιχο συνέβη και τον Ιούλιο του 2016 (από τον Ιούνιο του 2016 είχαν αυξηθεί έμμεσοι φόροι) με υποχώρηση των πωλήσεων κατά 2,5%. Οι καταναλωτές ως αποτέλεσμα των παραπάνω εξελίξεων στράφηκαν στα επί ζυγίω (χύμα) τρόφιμα, με συνέπεια την αύξηση των πωλήσεων της κατηγορίας κατά 3,6% τον Ιούλιο του 2015 και κατά 0,3% τον Ιούλιο του 2016. Συνολικά, πάντως, για το 2017 οι πωλήσεις των χύμα τροφίμων αναμένεται να υποχωρήσουν κατά 2% σε σύγκριση με το 2016, ενώ οι πωλήσεις των καταστημάτων cash & carry προβλέπεται ότι θα μειωθούν το 2017 οριακά, κατά 0,6%, σε σύγκριση με το 2016.

Οι εξελίξεις σε ανεργία και εισόδημα είναι αυτές, εξάλλου, που θα καθορίσουν αφενός την τιμολόγηση των προϊόντων και αφετέρου την εξέλιξη των πωλήσεων στις επιμέρους κατηγορίες προϊόντων. Η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα επηρεάζει κατά βάση τις πωλήσεις των προϊόντων που δεν είναι τρόφιμα (απορρυπαντικά - είδη προσωπικής φροντίδας και ομορφιάς), ενώ η μείωση του εισοδήματος οδηγεί διαρκώς τις εταιρείες σε αναθεώρηση της τιμολογιακής πολιτικής τους. «Κάθε φορά που χάνονται 2.000 ευρώ από το κατά κεφαλήν εισόδημα, το τρέχον πλάνο τιμολόγησης είναι αποδοτικό τον επόμενο χρόνο το πολύ κατά το ήμισυ», αναφέρουν χαρακτηριστικά τα στελέχη της IRI.



kathimerini.gr